Οι προπονητές ποδοσφαίρου και οι παράγοντες οφείλουν να συνεργαστούν με ειλικρίνεια και αμοιβαία εμπιστοσύνη Συμμετέχοντας στην τελευταία Γε...
Συμμετέχοντας στην τελευταία Γενική Συνέλευση των Συνδέσμων προπονητών ποδοσφαίρου από όλη την Ελλάδα, σε μια ατμόσφαιρα που η συναδελφικότητα αλλά και η αγωνία για το μέλλον του επαγγέλματος περισσεύει, πέραν των τυπικών θεμάτων που συζητούν οι παρευρισκόμενοι υπάρχουν κι άλλα μείζονος σημασίας ζητήματα, τα οποία δεν μπαίνουν στο τραπέζι των συζητήσεων, αφού και ο χρόνος είναι περιορισμένος αλλά και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν είναι συγκεκριμένες.
Μετά από πολύωρες –εκτός προγράμματος- ανταλλαγές απόψεων, η εικόνα που διαγράφεται είναι πως ο προπονητής ποδοσφαίρου παρά την τεράστια εξέλιξη και τις τρομακτικές βελτιώσεις που έχουν επέλθει, παραμένει υπό την κρίση ανθρώπων που δεν ακολουθούν με την ίδια ταχύτητα την πορεία των αλλαγών αλλά παραμένουν σταθερά προσκολλημένοι σε κριτήρια και στερεότυπα άλλων εποχών.
Παραμένει ευάλωτος σε επιθυμίες και επιδιώξεις ανθρώπων που κρίνουν κατά το δοκούν κάθε φορά, με γνώμονα σαφέστατα το αποτέλεσμα αλλά και προσμετρώντας τη γνώμη διαφόρων που τους πλαισιώνουν ή ακούγοντας την κρίση «φιλάθλων» οι οποίοι έχουν τα δικά τους κριτήρια, ενώ δεν λείπουν κι εκείνοι που εκτιμούν γνώμες ποδοσφαιριστών. Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι σύμμαχοι των προπονητών παραμένουν ελάχιστοι ενώ οι απέναντι παραμένουν πολλοί περισσότεροι.
Οι γνώσεις, ανέκαθεν αποτελούσαν ένα σημαντικό όπλο των προπονητών, που μαζί με την «εμπειρία» αλλά και την προσωπικότητα έδιναν αξιόλογες παρατάσεις σε προπονητικές θητείες. Τα τελευταία χρόνια, οι Πανεπιστημιακές Σχολές εξειδικευμένων γυμναστών – προπονητών σε συνδυασμό με τις Προπονητικές σχολές της ΕΠΟ, έφεραν στο προσκήνιο αρκετά νέα πρόσωπα με αξιόλογη κατάρτιση. Θα περίμενε κανείς, πως το ελληνικό ποδόσφαιρο θα γνώριζε μια άνθιση και μια ανάπτυξη, που δεν υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια.
Οι διαπιστώσεις όμως, κάθε άλλο παρά αισιόδοξες είναι. Ας μην κρυβόμαστε. Η εκτίμηση προς τον προπονητή δεν εξαρτάται ούτε από το Πανεπιστημιακό του πτυχίο ούτε και από το δίπλωμα της «αυτοδιοίκητης» Ομοσπονδίας. Υπάρχουν χαρακτηριστικές περιπτώσεις, όπου ομάδες αναζητούν να προσλάβουν προπονητές, απορρίπτοντας κατά δεκάδες «διπλωματούχους» μιλώντας εντελώς απαξιωτικά. Τι συμβαίνει; Τι δεν λειτουργεί τόσο σωστά, ώστε να πείσει την ευρύτερη ποδοσφαιρική κοινότητα, ότι όλοι αυτοί που προσλαμβάνουν ένα σημαντικό πλήθος γνώσεων, παραμένουν τελικά μετριότητες;
Ας πάμε λίγο πίσω κι ας κοιτάξουμε τη λειτουργία μιας ερασιτεχνικής ομάδας ποδοσφαίρου. Απαρτίζεται από μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενους, άνεργους, οικογενειάρχες, βετεράνους, ιδιότροπους, χαλαρούς, νευρικούς, κακομαθημένους, ερωτευμένους, απογοητευμένους κι ένα σωρό άλλες κατηγορίες αθλούμενων οι οποίοι περιμένουν από ΕΝΑΝ άνθρωπο να τους βάλει σε σειρά, να τους ακούσει, να τους εκτιμήσει, να τους γυμνάσει, να τους σεβαστεί, να τους μάθει, να τους βελτιώσει, να τους πείσει και κυρίως να τους καταφέρει να συνεργαστούν. Αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος τις περισσότερες φορές εργάζεται μόνος του, αναλαμβάνει την ευθύνη όχι μόνο της Κυριακάτικης ενδεκάδας αλλά της προσωπικής διαχείρισης είκοσι και πλέον ατόμων ολόκληρη την εβδομάδα. Ο καθένας απ’ αυτούς έχει διαμορφωμένη αντίληψη για το «τι είναι σωστό», αντιλαμβάνεται πρωτίστως τι ακριβώς τον συμφέρει και φυσικά το επιδιώκει, θέτει σχεδόν πάντα το ομαδικό συμφέρον κάτω από το δικό του, ζητά αν δικαιούται και αμοιβή, ενώ αποστρέφεται μετά βδελυγμίας τη δημόσια, κακή κριτική. Όλοι αυτοί, όπως αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς, με την πρώτη ευκαιρία που ο προπονητής δεν κάνει αυτό που θέλουν, είναι έτοιμοι να τον «πυροβολήσουν». Αν τα πυρά πληθύνουν, η απόλυση θεωρείται απολύτως αναγκαία, αφού ελάχιστοι παράγοντες καταφεύγουν σε άλλες πολύ πιο κοπιαστικές λύσεις.
Άρα, δεν μιλάμε απλά για διπλωματούχους προπονητές. Μιλάμε για άτομα με πλήρη παιδαγωγική γνώση και επάρκεια, για προπονητές με άριστη γνώση της Αθλητικής ψυχολογίας και ανθρώπινης συμπεριφοράς, για ανθρώπους με ισχυρή προσωπικότητα που μπορούν και ξέρουν να επιβάλλονται ακόμη και στον πιο δύστροπο και για πεφωτισμένους στρατηλάτες που θα εμπνεύσουν και θα οδηγήσουν την ομάδα σε θριάμβους και νίκες, βελτιώνοντας τους μέτριους, αξιοποιώντας στο έπακρο τους ικανούς και προσαρμόζοντας στην ομάδα τους περίεργους. Και όλα αυτά; Με ελάχιστα χρήματα, παρά το γεγονός ότι και όσοι σπουδάζουν σε ΤΕΦΑΑ αλλά και όσοι παρακολουθούν Σχολές χρυσοπληρώνουν τα διπλώματά τους…
Άραγε..Ποια Σχολή τα διδάσκει και τα παρέχει όλα αυτά μαζί; Ποιοι εξεταστές που μοίρασαν αφειδώς Διπλώματα και Πτυχία εξέτασαν εξονυχιστικά αλλά και αυστηρά όλους εκείνους που έριξαν στην ποδοσφαιρική αγορά; Γιατί δεν αντιδρά κανείς, από τη στιγμή που οι ίδιοι οι παράγοντες θεωρούν εξαιρετικά «λίγους», τους περισσότερους απ’ αυτούς; Πως φτάσαμε στη θλιβερή διαπίστωση, να έχουμε μια μεγάλη δεξαμενή από προπονητές και στην πραγματικότητα να ΜΗΝ έχουμε προπονητές; Ποιος θα αναλάβει να πει την αλήθεια, όσο κι αν αυτή μας πικραίνει;
Συγκρίνοντας το παρελθόν, λίγο πριν εκπνεύσει ο 20ος αιώνας, με τη σημερινή πραγματικότητα, δεν μπορώ παρά να αισθάνομαι ικανοποιημένος, αφού οι εμπειρικοί που απλά είχαν μεράκι με την προπονητική και έκαναν ότι μπορούσαν, παραμερίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από νέους οι οποίοι γνωρίζουν πολλά περισσότερα και μπορούν να ανταπεξέλθουν αξιοπρεπώς στις δυσκολίες. Όμως, αυτό δεν φαίνεται να αρκεί για τους δύσκολους κριτές του επαγγέλματος. Γιατί, άλλες απαιτήσεις είχαμε από έναν παλαίμαχο που δήλωνε προπονητής και άλλες έχουμε σήμερα από άτομα που έχουν τελειώσει το Λύκειο, τουλάχιστον, προέρχονται από Πανεπιστήμιο και έχουν δαπανήσει χρόνο, κόπο και –αρκετό- χρήμα σε κάποια Σχολή της ΕΠΟ. Ταυτόχρονα, η εμφάνιση του Διαδικτύου ήλθε να ενισχύσει με πλήθος πληροφοριών τους πάντες, έτσι ώστε οι απαιτήσεις να αποκτούν πραγματικό υπόβαθρο και αιτιολογία. Οπότε, είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι στο να παρουσιάζονται στους πάγκους άτομα με πραγματικές ικανότητες, με διαπιστωμένες και επαρκείς γνώσεις και κυρίως με προσωπικότητα.
Θεωρώ ότι θα πρέπει να υπάρξει και από τις δύο πλευρές μια αρκετά σημαντική και καλοπροαίρετη προσπάθεια ώστε μα γεφυρωθεί αυτό το χάσμα που χαρακτηρίζεται από καχυποψία και άρνηση. Λίγη εμπιστοσύνη προς τα νέα πρόσωπα, είναι απαραίτητη ταυτόχρονα με την ειλικρινή και ουσιαστική υποστήριξη μέχρι να αποδώσουν έργο. Η εύκολη κριτική παραμένει ένα εθνικό ελάττωμα που οδηγεί μαθηματικά στην καταστροφή. Η υπομονή και η επιμονή, που συνδυάζεται με σκληρή προσπάθεια πάντα αποδίδει καρπούς.
Από την άλλη πλευρά, οι προπονητές οφείλουν να συμβαδίζουν με τους τίτλους που φέρουν και να αντιληφθούν ότι στη δύσκολη αυτή δουλειά, δεν υπάρχει τελευταίο σκαλοπάτι στη γνώση. Καθημερινά κρίνονται αλλά και βελτιώνονται. Μαθαίνουν και εξελίσσονται. Προσφέρουν και αμείβονται. Ώριμος και σωστός, δεν γεννήθηκε κανείς. Είναι στο χέρι τους να κατακτήσουν το σεβασμό των συνεργατών τους στις ομάδες τους, αρκεί να παραμένουν πιστοί στις αρχές και τις αξίες που διδάχτηκαν, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς μειωτικούς συμβιβασμούς και κυρίως με αξιοπρέπεια. Ο σεβασμός δεν χαρίζεται αλλά κατακτιέται με πολύ κόπο, ιδρώτα και αμέτρητες απορρίψεις και στεναχώριες Αλλά, πιστέψτε με. ΑΞΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΠΟ…
Νικόλας Μητροσύλης
(Φιλικά, χωρίς καμία άλλη ιδιότητα..)