Γράφει ο Δημήτρης Δημητρακόπουλος Δρ. Υδρογεωλογίας, ΜΜΜΜ ΕΜΠ Απολιγνιτοποίηση: Μία λάθος απόφαση σε λάθος χρόνο Οι ασχολούμενοι...
Γράφει ο Δημήτρης Δημητρακόπουλος
Δρ. Υδρογεωλογίας, ΜΜΜΜ ΕΜΠ
Απολιγνιτοποίηση: Μία λάθος απόφαση σε λάθος χρόνο
Οι ασχολούμενοι με τα θέματα ενέργειας είχαν επισημάνει και είχαν αναλύσει, τους λόγους για τους οποίους με τις πρόσφατες αποφάσεις για την πρόωρη απολιγνιτοποίηση της χώρας η μακρά περίοδος της φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα έφθανε στο τέλος της. Όμως, η επικράτηση στα ΜΜΕ της άποψης "καλό είναι να αποφεύγονται οι συζητήσεις για το κόστος", εμπόδισε την ενημέρωση των πολιτών για το τι πραγματικά σημαίνει για την Ελλάδα η εγκατάλειψη του λιγνίτη, η "απολιγνιτοποίηση", σύμφωνα με τον όρο που επικράτησε, και για το πού θα πάνε οι τιμές του ρεύματος.
Η
παραγωγή ηλεκτρισμού στην Ελλάδα, σε ποσοστό που είχε φθάσει και το 70%,
στηρίζονταν στους λιγνιτικούς σταθμούς παραγωγής. Η χώρα μας τη 10ετία 1996-2005 είχε τη φθηνότερη τιμή
στην Η.Ε. για τον οικιακό καταναλωτή μεταξύ των χωρών της τότε Ε.Ε., λόγω της
τεράστιας συμμετοχής των εγχώριων πηγών (λιγνίτης 70%, υδροηλεκτρικά 10%) στο ηλεκτρικό της
ισοζύγιο. Το κόστος των λιγνιτικών σταθμών είναι ελεγχόμενο, δεν εξαρτάται
από τις μεταβολές της διεθνούς πολιτικής και δεν επηρεάζεται από τις
απρόβλεπτες διακυμάνσεις της οικονομικής συγκυρίας και παρέχει ασφάλεια εφοδιασμού σε αντίθεση με το εισαγόμενο
φυσικό αέριο και πετρέλαιο.
Αυτό
ακριβώς επέτρεπε στη ΔΕΗ να διατηρεί ενιαίες και χαμηλές τιμές σε ολόκληρη τη χώρα
και να επιδοτεί, τόσο τους κατοίκους των νησιών (Κρήτη , Ρόδος, Λέσβος κλπ.),
όπου λειτουργούσαν σταθμοί παραγωγής με εισαγόμενα καύσιμα και υψηλό κόστος
παραγωγής, αλλά και τη λειτουργία των Αιολικών και Φωτοβολταϊκών πάρκων. Χωρίς
αυτές τις επιδοτήσεις, θα ήταν αδύνατη η εμπορική λειτουργία αυτών των
εγκαταστάσεων, δεδομένου ότι το πραγματικό κόστος παραγωγής τους, είναι
πολλαπλάσιο του αντίστοιχου κόστους παραγωγής των λιγνιτικών σταθμών.
Ο
εξοβελισμός όμως του λιγνίτη από την ενεργειακή σκηνή της χώρας, δημιουργεί νέα
δεδομένα για το κόστος παραγωγής ρεύματος και τις τιμές στην Ελλάδα. Μέχρι
τώρα, αποφεύγονταν οι δυσάρεστες συζητήσεις για κόστος και τιμές. Τώρα όμως ο
λογαριασμός έρχεται. Και δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε.
Ηλεκτρικό Ισοζύγιο της Ευρώπης
Η κατανομή των πηγών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στις χώρες της Ε.Ε. σε
μια κανονική, πριν την πανδημία, χρονιά (2018) εμφάνιζε την εξής εικόνα.:
Στερεά καύσιμα, Μέσος Όρος (Μ.Ο.) της Ε.Ε. 20,8% : Πολωνία 76,9,
Τσεχία 46,8, Βουλγαρία 39,9, Γερμανία 35,6, Ελλάδα 29,3.
Φυσικό αέριο (Φ.Α.), Μ.Ο.. 17,8%: Ελλάδα 29,9.
Πυρηνική ενέργεια, Μ.Ο.. 25,9%: Ελλάδα 0.
ΑΠΕ+ υδροηλεκτρικά, Μ.Ο. 32,9%:, Ελλάδα 31,7
Ηλεκτρικό Ισοζύγιο της Ελλάδας
Οπως αναφέρθηκε πριν 20 χρόνια η χώρα μας είχε
σε γενικές γραμμές τη φθηνότερη τιμή στην Η.Ε. για τον οικιακό καταναλωτή
μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.- Στη συνέχεια, με απόφαση της διάσκεψης κορυφής
της Ε.Ε. επιβλήθηκε και στη χώρα μας από τον Ιανουάριο 2013 η υποχρέωση αγοράς
δικαιωμάτων εκπομπών CO2, για τη λειτουργία των
μονάδων παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας με χρήση ορυκτών καυσίμων (λιγνίτη,
φυσικού αερίου και πετρελαίου). Ωστόσο, στην ίδια διάσκεψη αποφασίστηκε να
απαλλαγούν από την υποχρέωση αυτή για την περίοδο 2013-2020 χώρες, όπως π.χ.
Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.α.
Παρόλα αυτά, στην περίοδο 2015-19 η τιμή της ηλεκτρικής MWh στην Ελλάδα ήταν στο 70%-80% του μέσου όρου της Ε.Ε.
Το 2020 στην Ελλάδα το ενεργειακό μίγμα παραγωγής διαμορφώθηκε ως εξής
(%): Λιγνίτης 12,4, υδροηλεκτρικά 7,2, ΑΠΕ 38,1, πετρέλαιο 8,3, Φ.Α. 40,9
δηλαδή μειώθηκε η συμμετοχή του εγχώριου λιγνίτη από 30% σε 12% και αυξήθηκε η
συμμετοχή του εισαγόμενου Φυσικού Αερίου από 30% σε 40%. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 5η θέση στην Ευρώπη
ως προς την χρήση πετρελαίου, στην 6η θέση ως προς την χρήση φυσικού αερίου.
Με την πρόσφατη αύξηση των τιμών του Φ.Α. κατά το 6μηνο Αύγουστος
2021-Ιανουάριος 2022 (δηλ. πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία) σημειώθηκαν
στη χώρα μας κατά κανόνα οι υψηλότερες τιμές της ηλεκτρικής MWh, παράλληλα με τη δραστική μείωση της συμμετοχής των
εγχώριων πηγών στο ηλεκτρικό ισοζύγιο. Αποδείχθηκε, δηλ. πολύ νωρίς στην πράξη,
ότι η στήριξη στο εισαγόμενο Φ.Α. ως καυσίμου εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους
για την υπερχρεωμένη ελληνική οικονομία από την αύξηση του κόστους της
ηλεκτρικής ενέργειας με ορατές, ήδη, τις επιπτώσεις στην αύξηση των τιμών των
βασικών αγαθών (πληθωρισμός κ.ο.κ).
Η εξαγγελία του πρωθυπουργού της Ελλάδας στον ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο 2019
για πρόωρη απολιγνιτοποίηση της χώρας σταδιακά μέχρι το 2028 αντί για το
2050, έγινε «βίαιη» απολιγνιτοποίηση, αφού η ΔΕΗ ΑΕ με ανακοίνωσή της
στις 29-12-2021, διευκρίνισε ότι όλες οι λιγνιτικές μονάδες θα σβήσουν έως το
2023 (μεταξύ αυτών και η μονάδα 4 της Μεγαλόπολης) και ότι η νέα υπερσύγχρονη
λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα 5 θα λειτουργήσει μόνο από τον Ιανουάριο 2023 μέχρι
το Δεκέμβριο 2024, προκειμένου να μετατραπεί και αυτή σε μονάδα εισαγόμενου
Φυσικού Αερίου.
Απαιτείται προσεκτικός
σχεδιασμός στον ενεργειακό προσανατολισμό της Ελλάδας
Έχουμε, λοιπόν, μία λάθος απόφαση σε λάθος χρόνο με την εμμονή
στη βίαιη και πρόωρη απολιγνιτοποίηση, όταν χώρες της Ε.Ε. που διαθέτουν
στερεά καύσιμα (Γερμανία, Πολωνία, Τσεχία, Βουλγαρία) παραπέμπουν την
απολιγνιτοποίησή τους στην περίοδο 2038 - 2049. Σαν
αποτέλεσμα το τελευταίο διάστημα χαμηλότερες τιμές ρεύματος έχουν χώρες με
σημαντική παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την
Πολωνία.
Σε αυτές τις συνθήκες η απόφαση της
ΔΕΗ να αυξήσει την παραγωγή λιγνίτη στα 15 εκατομμύρια τόνους ετησίως,
έναντι των 10,5 εκατ. τόνων σήμερα, προκειμένου να ενισχυθεί η άμυνα της χώρας
απέναντι στην εξάρτησή της από εισαγόμενες πανάκριβες πηγές ενέργειας, είναι
μονόδρομος, αλλά δεν αρκεί.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα
παραπάνω είναι ότι τόσο σημαντικές αποφάσεις όπως η αλλαγή του ενεργειακού
προσανατολισμού της χώρας απαιτούν προσεκτικό μέσο – μακροπρόθεσμο σχεδιασμό,
εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, διερεύνηση πιθανών
προβλημάτων, μελέτη και εξασφάλιση εναλλακτικών λύσεων, σταδιακή εφαρμογή με
προσεκτικά βήματα.