Του Άγγελου Μενδρινού Στις 27 Φεβρουαρίου 1967 έκανε πρεμιέρα στους αθηναϊκούς κινηματογράφους η ταινία «Κοντσέρτο για πολυβόλα» με πρωταγ...
Του Άγγελου Μενδρινού
Στις 27 Φεβρουαρίου 1967 έκανε πρεμιέρα στους αθηναϊκούς κινηματογράφους η ταινία «Κοντσέρτο για πολυβόλα» με πρωταγωνιστές την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο. Μάλιστα στη διάρκεια των γυρισμάτων, σε μια παρτίδα τάβλι, πλέχτηκε και το ειδύλλιο τους που κατέληξε σε γάμο.
Σκηνοθέτης ήταν ο Ντίνος Δημόπουλος και σεναριογράφος ο Νίκος Φώσκολος. Η ηρωίδα εργαζόταν στο Γενικό Επιτελείο Στρατού κι υποχρεώθηκε να δίνει πληροφορίες σε Ιταλούς κατασκόπους που είχαν απαγάγει τον αδελφό της κι απειλούσαν να τον σκοτώσουν. Η ταινία έκοψε 427.698 εισιτήρια.
Τον Οκτώβριο του 1971 ο Νίκος Φώσκολος επανήλθε με την ίδια, περίπου ιστορία. Ήταν ο πρώτος κύκλος του σήριαλ «Άγνωστος Πόλεμος». Τίτλος «Καταδικασμένη σε θάνατο». Η ηρωίδα (Γκέλυ Μαυροπούλου) αδελφή του συνταγματάρχη Βαρτάνη (Αγγελος Αντωνόπουλος) που εργάζεται στο τμήμα αντικατασκοπείας υποχρεώνεται να αποσπά απόρρητα έγγραφα από τον αδελφό της και να τα παραδίδει στους Ιταλούς κατασκόπους που έχουν απαγάγει το παιδί της.
Τόσο κινηματογραφικά, όσο και τηλεοπτικά, πολλοί συγκινήθηκαν με το δίλημμα «οικογένεια ή πατρίδα». Το χάπι εντ ήταν δεδομένο.
«Η ιστορία έχει πραγματική βάση» είχε πει ο Νίκος Φώσκολος που τιμήθηκε με το βραβείο Ελλήνων κριτικών για το σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας.
Κι έλεγε αλήθεια! Μόνο που η ιστορία δεν ήταν τόσο ηρωική, αλλά σίγουρα ήταν περισσότερο τραγική. Σας την αποκαλύπτουμε σήμερα.
Η Ελένη, ας αποφύγουμε το επώνυμό της, ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών. Λόγω οικογενειακών γνωριμιών αποσπάστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών κι έγινε ιδιαιτέρα του Βασίλη Παπαδάκη, που ήταν επικεφαλής της Β’ Πολιτικής Διεύθυνσης. Δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Το Υπουργείο Εξωτερικών το είχε κρατήσει ο δικτάτορας Μεταξάς. Ο υφυπουργός Νικόλαος Μαυρουδής ήταν ουσιαστικά αυτός που έκανε όλη τη δουλειά κι ο Παπαδάκης ήταν το… δεξί του χέρι. Λέγεται ότι κάποιες άκρως απόρρητες αναφορές πρεσβευτών μας τις έπαιρνε σπίτι του και τις έβαζε κάτω από το μαξιλάρι του για να μην πέσουν σε λάθος… χέρια. Νωρίτερα, όμως. είχαν περάσει από τα… χέρια της Ελένης, που δακτυλογραφούσε τις αναφορές του προϊσταμένου της προς τον υφυπουργό και τον πρωθυπουργό.
Βρισκόμαστε λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τότε έφθασε στην Ελλάδα ένας Εσθονός συγγραφέας, ο Γιοχάνες Χόρνικ. Ήθελε να γράψει ένα βιβλίο για την Ελλάδα του χτες και του.. σήμερα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ρούντολφ Μπουργκ και τον ενδιέφερε μόνο το σήμερα και το αύριο. Ήταν λοχαγός των Ες Ες και κατάσκοπος.
Ο Χόρνικ έψαχνε να βρει τρόπους διείσδυσης στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο Παπαδάκης ήταν απρόσιτος. Δεν τον ενδιέφερε το χρήμα, δεν τον ενδιέφεραν οι γυναίκες, δεν έπαιζε χαρτιά. Ηταν πιστός στην υπηρεσία του και στον Μεταξά. Επόμενος στόχος η γραμματέας του. Ρώτησε κι έμαθε. Καταγόταν από τη Σμύρνη. Ο πατέρας της ήταν μάλλον Αγγλόφιλος και την είχε επιλέξει ο διευθυντής της επειδή ακριβώς δεν ανήκε στο δυναμικό του υπουργείου. Αρα δεν θα είχε ιδιαίτερες σχέσεις σε άλλους συναδέλφους της.
Επόμενο βήμα το προφίλ της γραμματέως. Ηταν μετρημένη. Εμενε σε μια πάροδο της πλατείας Αγάμων που σήμερα λέγεται Πλατεία Αμερικής. Τα βράδια του Σαββάτου σύχναζε στου «Zonar’s» από τα πιο «σικ» ζαχαροπλαστεία της εποχής.
Βράδυ Σαββάτου, ο Χόρνικ απολαμβάνει το ποτό του στου «Zonar’s». Την πλησίασε, έπιασαν κουβέντα που εξελίχτηκε σε εκδρομή στο Ξυλόκαστρο.
Ως συγγραφέας αρχικά ζητούσε ανώδυνες πληροφορίες για το βιβλίο που έγραφε. Σύντομα την προσέλαβε ως… βοηθό του.
Κάποια στιγμή μπήκε και στο… ψητό. Δεν ζητούσε τίποτε περισσότερο από ένα επιπλέον καρμπόν. Το όγδοο καρμπόν! Ο Παπαδάκης διάβαζε τις εκθέσεις των πρεσβευτών, αξιολογούσε τις πληροφορίες και τις σημαντικότερες τις μεταβίβαζε στους ανωτέρους του. Για κάθε έκθεση που δακτυλογραφούσε η Ελένη χρειαζόταν επτά αντίγραφα. Δηλαδή επτά καρμπόν.
Τα έστελνε στον Βασιλιά, στον Μεταξά, στον υπουργό Εθνικής Αμυνας, στον Αρχιστράτηγο και στους αρχηγούς των τριών όπλων. Το όγδοο καρμπόν ήταν το μοιραίο. Πήγαινε στον Χόρνικ – Μπουργκ. Η δουλειά πήγαινε ρολόι. Τον ενδιέφεραν κυρίως οι εκθέσεις του Έλληνα πρεσβευτή στην Ουάσινγκτον που φαινόταν ιδιαίτερα ενημερωμένος για την πολιτική της χώρας και το ενδεχόμενο συμμετοχής της σε έναν ευρωπαϊκό πόλεμο.
Κάποια στιγμή έγινε το μοιραίο λάθος. Μερικές πληροφορίες τις μεταβίβασε το Βερολίνο στον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα τον πρίγκιπα Ερμπαχ. Η γραμματέας του Ούλρικε Μέτκε εργαζόταν για την ελληνική αντικατασκοπεία. Το ίδιο κι οι υπηρέτες του. Ο Τζιάκομο με τη γυναίκα του Βικτώρια. Σήμανε συναγερμός.
Ενημερώθηκε ο Μανιαδάκης, ο πανίσχυρος υπουργός Ασφαλείας και φυσικά ο Μεταξάς. Επρεπε να βρεθεί το… βαθύ λαρύγγι. Με δεδομένη την αφοσίωση του Παπαδάκη όλες οι υποψίες έπεσαν στην Ελένη. Αρχισε η παρακολούθησή της, όπως και του φίλου της, αλλά και η παγίδευσή τους. Ένα έγγραφο, πλαστό φυσικά, ήταν το δόλωμα. Λέγεται ότι είχε μεσολαβήσει και μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και μια υπόσχεση γάμου που δεν γινόταν πραγματικότητα.
Κάποια στιγμή η Ελένη συνειδητοποίησε δύο πράγματα. Ότι ο αγαπημένος της ήταν απλά ένας κατάσκοπος και δεν είχε σκοπεί να την παντρευτεί. Παρουσιάστηκε στην Ασφάλεια και παραδόθηκε.
Η ιστορία έπρεπε να πάρει τέλος. Ο Μπουργκ πιάστηκε, επέμενε ότι ήταν Εσθονός κι όχι Γερμανός και την απολογία την έγραψε στα ρωσικά σε μια τελευταία προσπάθεια α παραπλανήσει τις αρχές. Επικαλέστηκε την ιδιότητά του ως μέλος του κινήματος των «Φιλειρηνιστών» μιας οργάνωσης με έδρα την Ελβετία που πάλευε για την παγκόσμια ειρήνη κι όπως αποδείχτηκε, μετά τον πόλεμο, την χρηματοδοτούσε η Γερμανία. Εγραψε, ακόμα, ότι με το Γ’ Ράιχ είχε… πνευματικές σχέσεις, χωρίς να υπάρχει οικονομικό όφελος, επειδή ήταν αντικομουνιστής, ενώ με την Ελένη η μόνη σχέση που είχε ήταν η αισθηματική.
Η δίκη των κατασκόπων
Η δίκη των δύο κατασκόπων έγινε κεκλεισμένων των θυρών. Η Ελένη με δάκρυα στα μάτια υποστήριξε ότι έπεσε θύμα της αγάπης. Αντίθετα ο Μπουργκ μίλησε για κανονική συναλλαγή. «Μου ζητούσε διαρκώς χρήματα, υποστήριξε, και όλα τα έκανε για τα λεφτά». Στο Στρατοδικείο ο Βασιλικός Επίτροπος Γαρζέλος, επέβαλε την αυστηρότερη ποινή που πρόβλεπαν οι νόμοι. Δέκα χρόνια φυλακή στην Ελένη και πέντε στον Μπουργκ που κλείστηκε στις φυλακές της Αίγινας. Αυτή η υπόθεση ήταν και η αιτία που η κυβέρνηση πέρασε νέο νόμο για τις υποθέσεις κατασκοπείας. Ανώτερη ποινή πλέον ήταν ο θάνατος.
Η Ελένη αποφυλακίστηκε με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941. Ο πατέρας της στη διάρκεια της κατοχής ήταν μέλος του ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Η ίδια εξαφανίστηκε, προφανώς για να γλυτώσει, από την εκδίκηση του Μπουργκ. Μετά την Απελευθέρωση συνέχισε να εργάζεται. Αυτή τη φορά στον ΟΤΕ.
Ο Μπουργκ με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα αποφυλακίστηκε, υπηρέτησε ως ταγματάρχης του Γερμανικού Στρατού κι ανέλαβε την καταδίωξη Ελλήνων, Αγγλων και Εβραίων. Ανέπτυξε σχέσεις με τον αθηναϊκό υπόκοσμο, τις χαρτοπαικτικές λέσχες των οποίων ήταν τακτικός θαμώνας, αλλά ένας Ελληνες συνεργάτης του τον κάρφωσε στους ανωτέρους του για τα χρήματα που έβγαζε από παράνομες δραστηριότητες.
Φυλακίστηκε σε έξι μήνες και τον Αύγουστο του 1944 περιπλανιόταν στην Αθήνα σε κακή κατάσταση. Εκτοτε τα ίχνη του χάθηκαν. Λέγεται ότι εντοπίστηκε αργότερα στη Φρανκφούρτη. Ποτέ δεν έδωσε λόγο για τις πράξεις του.
Η πραγματική ιστορία, πιθανότατα να είχε μεγαλύτερη ένταση από τα σενάρια του Φώσκολου, αλλά η εποχή – και το κοινό – ίσως να μην την άντεχε…
Πηγή: newscenter.gr