"Ο ανθρώπινος νους είναι ένα Θείο Δώρο και εάν τον αναπτύξουμε και επικεντρωθούμε στη δύναμή του, τότε θα βρεθούμε σε απόλυτη αρμονία...
"Ο ανθρώπινος νους είναι ένα Θείο Δώρο και εάν τον αναπτύξουμε και επικεντρωθούμε στη δύναμή του, τότε θα βρεθούμε σε απόλυτη αρμονία με την αλήθεια", είχε πει κάποτε ο Νίκολα Τέσλα, ο άνθρωπος που -όπως διδάσκεται σήμερα στα Πανεπιστήμια- εφηύρε τον 20ο αιώνα. Ο Τέσλα ανήκει στο πάνθεον των επιστημόνων που βοήθησαν την ανθρωπότητα να εξελιχθεί, έβαλε στη ζωή μας τον ηλεκτρισμό και τις ασύρματες επικοινωνίες.
Ο Σέρβος εφευρέτης, μηχανικός και εκ των σημαντικότερων φυσικών στην ιστορία, απεβίωσε τον Ιανουάριο του 1943 σε ηλικία 86 ετών, λίγο πριν τιμηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, που τον αναγνώρισε ως τον εφευρέτη της ασύρματης επικοινωνίας. Σημειολογικά, λίγους μήνες αργότερα τον Οκτώβριο του 1943, σε μια απομακρυσμένη φτωχογειτονιά του Βελιγραδίου, το Crveni Krst, γεννήθηκε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Τον Τέσλα δεν τον γνώρισε ποτέ, άκουγε μόνο ιστορίες σαν παιδί από τη γιαγιά του, Όλγα Μάντιτς, αδελφή της μητέρας του σπουδαίου εφευρέτη. Κληρονόμησε, όμως, το πάθος του για τα περιστέρια και διατηρεί μέχρι σήμερα μια οικογενειακή παράδοση που διαρκεί πάνω από έναν αιώνα και έχει αποτυπωθεί μέχρι και σε βιβλίο. Μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του, το Σλόμπονταν "Πίβα" Ίβκοβιτς, τρύπωναν στη σοφίτα του πατρικού τους σπιτιού στο Crveni Krst και έπαιζαν με τα κειμήλια και τα τιμαλφή της οικογένειας, πριν μυηθούν στη μαγεία της εκτροφής περιστεριών, που έδωσαν και το έναυσμα για τη σπουδή των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων στο σπουδαίο πρόγονό τους.
Ο πατέρας τους, νομικός και στιβαρών αρχών, στην αρχή διαφωνούσε με την ενασχόληση των αγοριών του με το μπάσκετ. Η κλίση του "Πίβα", όμως, ήταν σαφής, επρόκειτο για έναν καλλιτέχνη του αθλήματος, έναν άνθρωπο που διείδε στο μπάσκετ μια ευκαιρία ανοίγματος των οριζόντων του και στην ουσία έπεισε και το μικρό αδελφό του, τον Ντούσαν, να παρατήσει την πυγμαχία και να ασχοληθεί κι εκείνος με την πορτοκαλί μπάλα.
Ανέκαθεν ο κατά έξι χρόνια μεγαλύτερος αδελφός ήταν ο φάρος της ζωής του Ντούσαν Ίβκοβιτς. Τον θαύμαζε, ήταν το role model που ακολουθούσε πιστά και εμπιστευόταν περισσότερο από κάθε άλλον στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Εντάχθηκε λίγο πριν κλείσει τα 15 του στα μικρά τμήματα της Ραντνίτσκι στο Βελιγράδι. Άλλωστε ο "μικρός" ψήλωνε συνεχώς, είχε ήδη ξεπεράσει τα 1,80μ. (έφτασε το 1,88μ. – συμπτωματικά έχει το ίδιο ύψος με τον Τέσλα) και εξ αιτίας της αντίληψης που είχε για το παιχνίδι και της καθοδήγησης από τον αδελφό του, αγωνιζόταν στη θέση του play maker.
Παράλληλα βέβαια, ο πατέρας του, που θεωρούσε το μπάσκετ κάτι σαν άθλημα των αδύναμων, ήταν άτεγκτος όσον αφορά στην πλήρη ακαδημαϊκή κατάρτιση του γιου του. Σε ένα δύσκολο περιβάλλον άλλωστε, όπως εκείνο της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, το πανεπιστήμιο ήταν πάντοτε ο πρώτος στόχος για κάθε οικογένεια.
Ο Ντούσαν κατόρθωσε και συνδύασε με επιτυχία και την ενασχόληση με το μπάσκετ, αγωνιζόμενος για πάνω από μια δεκαετία με τα χρώματα της ΚΚ, αλλά και τη μόρφωσή του, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου ακριβώς στο διάστημα που η Γιουγκοσλαβία διένυε την πιο παραγωγική περίοδό στη σύγχρονη ιστορία της. Και σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο, ο Γιόζιπ Μπροζ "Τίτο" είχε μετατρέψει το βαλκανικό κράτος σε βιομηχανική δύναμη της Ευρώπης. Μαζί με τα άκρως ανταγωνιστικά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο προϊόντα της γείτονος χώρας, αναπτύχθηκε και μια άλλου τύπου βιομηχανία, εκείνη της παραγωγής αθλητών και προπονητών.
Περίπου τότε γεννήθηκε και η μεγάλη των πλάβι σχολή, η σχολή από την οποία "αποφοίτησε" ο Ντούντα. Ο "Πίβα" ήδη έχτιζε το μύθο του σαν head coach της Ραντνίτσκι, με την οποία έκανε το απίστευτο και κατέκτησε το Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας το 1973. Είχε σχεδόν επαναπροσδιορίσει το άθλημα στη χώρα, ασχολούμενος κυρίως με τα τμήματα υποδομής και πιστεύοντας με θέρμη πως το μπάσκετ ανήκει στα νιάτα και στα αθλητικά προσόντα.
Ακριβώς την ίδια οπτική είχε και ο Ντούντα κι όταν ένας έτερος μεγάλος του σέρβικου μπάσκετ, ο Ράνκο Ζεράβιτσα, του πρότεινε να αφήσει τα τμήματα υποδομής της Ραντνίτσκι και να πάει στην Παρτιζάν, ο Ίβκοβιτς δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Αποφάσισε να κολυμπήσει στα βαθιά πριν κλείσει τα 35, να προβιβαστεί από assistant του αποχωρήσαντος Ζεράβιτσα, σε head coach μαζί με τον Μπόρισλαβ Τσόρκοβιτς. Ο Ίβκοβιτς βρέθηκε να προπονεί μπασκετμπολίστες του μεγέθους του Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς, του Ντράζεν Νταλίπαγκιτς, του Ντράγκαν Τόντοριτς, του Μίοντραγκ Μάριτς, του Μπόμπαν Πέτροβιτς, του Αρσένιε Πέσιτς, του Μιλένκο Σάβοβιτς. Σαν ονόματα μπορεί να μη λένε πολλά στους Έλληνες φιλάθλους, πρόκειται όμως για θρύλους του ευρωπαϊκού μπάσκετ, για ανθρώπους που έχουν γράψει την ιστορία της Παρτιζάν τη δεκαετία που το γιουγκοσλαβικό μπάσκετ έθετε τις βάσεις για να αναρριχηθεί στις κορυφές του παγκόσμιου χάρτη.
Παρότι νέος και χωρίς παραστάσεις σε υψηλό επίπεδο, ο Ίβκοβιτς ανταπεξήλθε και κατόρθωσε με εκείνον τον γαλαξία αστέρων να πραγματοποιήσει το πιο ονειρεμένο ντεμπούτο σαν rookie coach που θα μπορούσε να φανταστεί. Η Παρτιζάν του κατέκτησε όλους τους τίτλους, διαλύοντας τους πάντες στο διάβα της. Ειδικότερα η κατάκτηση του Κυπέλλου Κόρατς εναντίον της ιταλικής Arrigoni Rieti στη "Χάλα Πίονιρ" πανηγυρίστηκε δεόντως και το da volim crno bele ηχούσε στα αυτιά των κατοίκων της πρωτεύουσας για πολλές μέρες μετά από τον τελικό εκείνου του Μαρτίου του 1979 στο Βελιγράδι. Το νταμπλ στις εγχώριες διοργανώσεις ήταν το κερασάκι στην "τούρτα" για την ανερχόμενη δύναμη του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ίσως στο δυσκολότερο, πιο τεχνικό και πιο τακτικό πρωτάθλημα όλης της Ευρώπης.
Η φιλοσοφία του Ίβκοβιτς βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην οργάνωση. Ανέκαθεν εκτιμούσε ότι για να λειτουργήσει σωστά μια ομάδα ανθρώπων, πρέπει γύρω τους να υπάρχουν σταθερές, να ισχύουν κανόνες, να είναι κατανοητό σε άπαντες ότι πρώτα έρχεται το συμφέρον του συνόλου και κατόπιν οι ατομικές επιδόσεις.
Το ανήσυχο πνεύμα του και η εμμονή στην εφαρμογή της νεωτεριστικής φιλοσοφίας του τον κράτησαν μόλις μια διετία στον πάγκο της Παρτιζάν, που δεν άντεξε το γεγονός ότι ήταν εκείνος που έδειξε την πόρτα της εξόδου στα "ιερά τέρατα" Κιτσάνοβιτς και Νταλιπάγκιτς, προκειμένου να ξεκινήσει η παραγωγή των επόμενων πρωταθλητών.
Την πόρτα του τη χτύπησαν πολλοί, εκείνος προτίμησε να παραμείνει μερικούς μήνες άνεργος, προτού επικοινωνήσει μαζί του ο Ανέστης Πεταλίδης για λογαριασμό του Άρη. Ο τότε προπονητής του Άρη, Φρεντ Ντέβελυ, είχε αποχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη με κατηγορίες για ομοφυλοφιλία (!), ο Άρης είχε μείνει ακέφαλος αφού και ο Ιωαννίδης ακατανόητα είχε επιλέξει να αποχωρήσει και να προπονήσει τη Λάρισα της Β’ Εθνικής και ο Ίβκοβιτς αναλαμβάνει την ωρολογιακή βόμβα στην αρχή της δεκαετίας του ’80. Δεν λογαριάζει από βεντέτες, στην ουσία θέτει στο περιθώριο τον προερχόμενο από τραυματισμό Χάρη Παπαγεωργίου (τότε σταρ και σκόρερ του Άρη), ενώ δυσκολεύεται να συνεννοηθεί με τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα ενός Ελληνοαμερικανού με μαλλί αφάνα: του Νίκου Γκάλη.
Ο Γκάλης των πρώτων χρόνων στην Ελλάδα είναι ένας απρόσιτος τύπος, ένας πολύ δύσκολος άνθρωπος που δεν εμπιστεύεται κανέναν και έχει συναντήσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση που του την περιέγραφαν εντελώς διαφορετικά, όταν προσπαθούσαν να τον πείσουν να αγωνιστεί στην πατρίδα των γονιών του.
Ο Γκάλης δεν μπαίνει στα καλούπια που θέλει να τον βάλει ο Ίβκοβιτς, οι δυο τους απλώς συνυπάρχουν, ενώ ο ίδιος ο Ίβκοβιτς τον κατηγορεί ότι δεν βάζει πάνω απ’ όλα το καλό της ομάδας και σε μια αποστροφή του λόγου του, τονίζει εκνευρισμένος ότι με τον Γκάλη ο Άρης δεν πρόκειται να κατακτήσει ποτέ τίποτα. Ίσως παραμένει μέχρι σήμερα η πιο λανθασμένη απόφαση ολόκληρης της καριέρας του Ίβκοβιτς.
Πέραν αυτού, η (σχεδόν) διετία του Ντούντα στον Άρη δεν είναι κακή. Απεναντίας, προωθεί νεαρά παιδιά όπως ο Ρωμανίδης, ο Φιλίππου, ο Δοξάκης, θέτει τις βάσεις και οργανώνει τα τμήματα υποδομής του συλλόγου, στο πρωτάθλημα κλείνει με τη διόλου ευκαταφρόνητη επίδοση της δεύτερης και της τρίτης θέσης.
Ο σύλλογος γυρίζει σελίδα και αναλαμβάνει ο Βαγγέλης Μελισσάρης, που δεν έχει σε καμία περίπτωση τον δίαυλο επικοινωνίας με τον Ίβκοβιτς όπως ο προκάτοχός του, Μίμης Σουλιάδης. Ο Μελισσάρης είναι ακραιφνής "ιωαννιδικός", ισχυρίζεται ότι ο Ίβκοβιτς ζήτησε μια εντελώς παράλογη αύξηση από τις 80 στις 200 χιλιάδες δραχμές τον μήνα, ο Ντούντα απλώς επισημαίνει ότι του έδειξαν την πόρτα της εξόδου για να επιστρέψει ο Ιωαννίδης.
Αποχωρεί πικραμένος, αλλά σοφότερος και σαφέστατα πιο έμπειρος. Επιστρέφει στην πατρίδα του, όπου τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες η Ραντνίτσκι, το δεύτερο σπίτι του "Πίβα", του μέντορα και πολυαγαπημένου αδελφού του. Η κατάσταση της υγείας του αδελφού του έχει επιδεινωθεί, η όρασή του ειδικά τη νύχτα είναι πολύ ασθενής, η παρουσία του Ντούντα στο Βελιγράδι βοηθά και τον μεγαλύτερο αδελφό να βρει τη γαλήνη του, να ασχοληθεί με τους περιστερώνες, να αφοσιωθεί στην οικογένειά του.
Στη Ραντνίτσκι το περιβάλλον για τον Ντούντα είναι το ιδανικότερο, ασχολείται με τα μικρά παιδιά, διδάσκει το μπάσκετ που του αρέσει και αργότερα χαρακτηρίστηκε ως "σχολή Ίβκοβιτς". Πρόκειται για ένα πολύ γρήγορο και αθλητικό μπάσκετ, με μοναδική σταθερά τον center και όλους τους υπόλοιπους να έχουν τη δυνατότητα να αγωνιστούν σε όλες τις θέσεις της πεντάδας. Η ειρωνεία είναι ότι στη Ραντνίτσκι διαδέχεται έναν έτερο γνώριμο των Ελλήνων φιλάθλων, τον Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, έναν προπονητή επίσης γεμάτο ιδέες αλλά περισσότερο πειθαρχημένο και θιασώτη της ελευθεριότητας του μπασκετμπολίστα.
Ο Ίβκοβιτς αποφασίζει να κάνει ένα πολύ επίπονο rebuilding που κοστίζει στη Ραντνίτσκι την παραμονή στην κατηγορία, η ομάδα τερματίζει προτελευταία με πέντε νίκες σε 22 παιχνίδια και υποβιβάζεται. Είναι η θρυλική σεζόν 1982/83, η χρονιά του θαύματος της Μπόσνα Σεράγεβο του Σβέτισλαβ Πέσιτς, που κατέκτησε τον τίτλο με εκείνη την περίεργη απόφαση της Ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας να επαναληφθεί το καθοριστικό παιχνίδι με τη Σιμπένκα ενός νεαρού διαβόλου, του Ντράζεν Πέτροβιτς.
Είναι και η πρώτη χρονιά που οι δρόμοι του νεαρού και αυθάδους Κροάτη συναντώνται με εκείνους του 40χρονου πια Ντούσαν Ίβκοβιτς. Στην Πανεπιστημιάδα του Έντμοντον στον Καναδά, ο Ίβκοβιτς είναι ο head coach των νεαρών Γιουγκοσλάβων και εκπλήσσεται από το ταλέντο του νεαρού αγοριού από το Σίμπενικ. Ο 19χρονος Πέτροβιτς τρέχει, σκοράρει, πασάρει, παίρνει πρωτοβουλίες και καθοδηγεί μια ομάδα γεμάτη μελλοντικούς σταρς του ευρωπαϊκού μπάσκετ όπως ο Τσβετίτσιανιν, ο Ζίζιτς, ο Περάσοβιτς, ο Σουνάρα, ο Γκρμπόβιτς. Είναι η πρώτη επαφή του Ντούντα με τα εθνικά κλιμάκια, γίνεται αντιληπτό ότι η Ομοσπονδία εμπιστεύεται επάνω του ένα πρότζεκτ πολύ φιλόδοξο.
Εκείνη η Γιουγκοσλαβία του Πέτροβιτς, σε ένα απίστευτο τουρνουά στον Καναδά, κατακτά το αργυρό μετάλλιο (για να γίνει αντιληπτό, οι Αμερικανοί είχαν παρατάξει μια ομάδα με τους κυρίους Μπάρκλεϊ και Μαλόουν και τερμάτισαν τρίτοι), λυγίζοντας στη δύναμη της έδρας των Καναδών.
Ο Ίβκοβιτς έχει ήδη πάρει μια πρώτη γεύση από τη νουβέλ βαγκ του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ, επιστρέφει στο Βελιγράδι και προς έκπληξη όλων δεν αφήνει τη Ραντνίτσκι, ακολουθώντας την και στη χαμηλότερη κατηγορία. Την ξανανεβάζει στην πρώτη κατηγορία, λατρεύεται σαν Θεός στην Ουστάνιτσκα, την περιοχή όπου το μικρό γηπεδάκι της Ραντνίτσκι, το "Σούμιτσε", έχει γνωρίσει ανεπανάληπτες στιγμές υπό τον "Πίβα", φτάνοντας ακόμη και μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών εναντίον της θρυλικής Καντού.
Έναν χρόνο αργότερα όμως, είναι αδύνατον να παραμείνει στο Βελιγράδι, όταν καλείται να αναλάβει τη Σιμπένκα, την ομάδα εκείνου του μικρού "διαβόλου" που τα έκανε όλα μέσα στο γήπεδο. Διαδέχεται τον Βλάντο Τζούροβιτς στον πάγκο της πιο ταλαντούχας ομάδας της Γιουγκοσλαβίας, μιας ομάδας που πλην Ντράζεν, είχε στο ρόστερ της αθλητές όπως ο Ίβιτσα Ζούριτς, ο Ζίβκο Λιουμπόγεβιτς, ο Μίλαν Ζέτσεβιτς, ο Σρέτεν Τζούριτς.
Με το που καταφθάνει στην Dvorana Baldekin, ενημερώνεται ότι ο Ντράζεν και ο Ζούριτς αποχωρούν για την Τσιμπόνα, τη "μεγάλη" ομάδα της Κροατίας. Για πολλοστή φορά, η αποστολή του Ντούντα είναι το χτίσιμο από την αρχή, η παραγωγή αθλητών, η οργάνωση μιας ομάδας που γυρίζει σελίδα. Παρά την αποψίλωση της ομάδας, κατορθώνει και τερματίζει έκτος σε ένα τρομερά ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, το οποίο ασφαλώς και κατακτά η Τσιμπόνα, με διαφορά 10 βαθμών από τον δεύτερο Ερυθρό Αστέρα.
Την επόμενη σεζόν κάνει το θαύμα του, βελτιώνει ακόμη περισσότερο την ομάδα, τερματίζει τέταρτος, πάνω από Παρτιζάν, πάνω από Γιουγκοπλάστικα, πάνω από τον Ερυθρό Αστέρα και φτάνει μέχρι τα ημιτελικά των play offs, αποκλείοντας την Παρτιζάν στους "8". Επαναλαμβάνει τον άθλο και την επόμενη σεζόν, που είναι και εκείνη που τον παγιώνει στις κορυφαίες φυσιογνωμίες των πάγκων για τη γείτονα χώρα και του χαρίζει και την κλήση από την Ομοσπονδία για τον πάγκο της μεγάλης Εθνικής, στο πλευρό του Κρέζιμιρ Τσόσιτς. Η Σιμπένκα του Ίβκοβιτς ξανατερματίζει τέταρτη, αποκλείει και πάλι σε μια συγκλονιστική σειρά την Παρτιζάν και λυγίζει μόνο απέναντι στην Τσιμπόνα του Ντράζεν στα ημιτελικά.
Η πορεία της όμως δεν περνά απαρατήρητη και ο "Κρέζο" αποκτά έναν πολύ προικισμένο assistant στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ισπανίας, το καλοκαίρι του 1986. Οι Γιουγκοσλάβοι, στο τουρνουά όπου ο κόσμος θαύμασε δύο εξωγήινους σκόρερς, τον Νίκο Γκάλη και τον Ντράζεν Πέτροβιτς, αποκλείονται μετά από ένα συγκλονιστικό παιχνίδι με τους Σοβιετικούς, έχασαν με 91-90 στην παράταση και αρκέστηκαν στο χάλκινο μετάλλιο. Είναι σαφές, όμως, ότι έρχεται η ώρα τους.
Ο Ντούντα, για πρώτη φορά στην καριέρα του, ασκεί παράλληλα καθήκοντα και για πρώτη φορά συμπληρώνει τρίτη σεζόν στην ίδια ομάδα. Εν όψει του Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, οδηγεί τη Σιμπένκα στην πέμπτη θέση στο πρωτάθλημα της σεζόν 1986/87, αλλά αποκλείεται στον προημιτελικό των play offs από τον μετέπειτα φιναλίστ Ερυθρό Αστέρα. Ο στόχος ήταν εξ αρχής το καλοκαιρινό Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, το τουρνουά που για τους Γιουγκοσλάβους ήταν η ευκαιρία για τη "ρεβάνς" απέναντι στους Σοβιετικούς, αλλά υπολόγιζαν χωρίς τον Γκάλη. Η Γιουγκοσλαβία του Τσόσιτς και του Ίβκοβιτς βρίσκει τοίχο στον οίστρο της Εθνικής Ελλάδας, χάνει δύο φορές από τον Γκάλη -όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Ντούντα- και περιορίζεται στην άβολη τρίτη θέση και το χάλκινο μετάλλιο. Η αποτυχία είναι παταγώδης.
Η Ομοσπονδία αποφασίζει να πάρει δραστικά μέτρα, την ώρα που ο Ίβκοβιτς έχει μετακομίσει στο Νόβι Σαντ και έχει αναλάβει το πρότζεκτ της Βοϊβοντίνα. Ανακοινώνει ότι ο Τσόσιτς παύεται από ομοσπονδιακός και καλείται να αναλάβει το πόστο ο πρώτος βοηθός του, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς. Ο Ντούντα παραλαμβάνει ένα τρομακτικό national pool, αφού πραγματικά εκείνη η φουρνιά των Γιουγκοσλάβων είναι μοναδική στα χρονικά του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Ντράζεν Πέτροβιτς, Βλάντε Ντίβατς, Τόνι Κούκοτς, Ντίνο Ράτζα, Σάσα Τζόρτζεβιτς, Ζάρκο Πάσπαλι, Στόγιαν Βράνκοβιτς, Ντάνκο Τσβετίτσιανιν, Γκόραν Γκρμπόβιτς, Φράνιο Αράποβιτς, Ζόραν Τσούτουρα, Ζέλικο Ομπράντοβιτς, Ζντράβκο Ραντούλοβιτς, είναι μόνο ορισμένα από τα ονόματα που προκαλούσαν τρόμο σε κάθε αντίπαλο. Είναι απίστευτο, αλλά ο Ίβκοβιτς είναι ο προπονητής που έχει αναλάβει το rebuilding της Βοϊβοντίνα στη Β’ Εθνική και ταυτόχρονα προπονεί την καλύτερη Γιουγκοσλαβία όλων των εποχών, την ομάδα-καρπό της απίστευτης δουλειάς που έγινε τη δεκαετία του ’70 και επί της ουσίας καθαγίασε την μεγάλη των πλάβι σχολή.
Ορισμένοι άνθρωποι είναι γραμμένο να μένουν στο διηνεκές, να αφήνουν το στίγμα τους και να μνημονεύονται ες αεί. Ένας από αυτούς είναι ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο μεγαλύτερος σοφός στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Με συνοπτικές διαδικασίες, ανεβάζει τη Βοϊβοντίνα και το καλοκαίρι έρχεται η μεγάλη ώρα της Σεούλ, η ώρα των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Γιουγκοσλαβία του Ίβκοβιτς αποδίδει ένα πολύ μοντέρνο μπάσκετ, μια μίξη ταλέντου και τακτικής πειθαρχίας, στο παρκέ η αρμονία είναι μοναδική, το μπάσκετ που παρακολουθούμε είναι βγαλμένο από άλλον αιώνα. Όπως ο Τέσλα οδήγησε τον ηλεκτρισμό στο επόμενο επίπεδο, έτσι και ο Ίβκοβιτς οδήγησε το γιουγκοσλαβικό μπάσκετ στον 21ο αιώνα.
Οι Γιουγκοσλάβοι διαλύουν τους Σοβιετικούς στην πρεμιέρα, προκρίνονται άνετα πρώτοι από τον όμιλό τους, "καθαρίζουν" για πλάκα Καναδούς και Αυστραλούς σε προημιτελικά και ημιτελικά και στον τελικό περιμένουν ξανά τους Σοβιετικούς. Τους σταματάει και πάλι το θαύμα της φύσης, ο Άρβιντας Σαμπόνις, που συνεπικουρούμενος από τον Σαρούνας Μαρτσουλιόνις διαλύει πάσα αμφιβολία για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου. Παρά την ήττα με 76-63, ο Ίβκοβιτς θεωρείται επιτυχημένος και η Ομοσπονδία εκδίδει ανακοίνωση τονίζοντας ότι είναι αμετακίνητος. Οι παίκτες τον αγαπούν γιατί είναι δίκαιος, ξέρει πολύ καλά να κρατά τις ισορροπίες στο εσωτερικό μιας πολύ δύσκολης ομάδας και υπόσχεται ότι στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ, η ομάδα δεν θα είναι απλώς έτοιμη, αλλά σαρωτική.
Αφού διεκπεραιώνει την πρώτη σεζόν της Βοϊβοντίνα στη μεγάλη κατηγορία, οδηγώντας την στην 9η θέση και την άνετη σωτηρία, εκείνον τον Ιούνιο στο Ζάγκρεμπ συνδυάζει θέαμα και ουσία, απελευθερώνει τον λατρεμένο από το κοινό Πέτροβιτς (που εν τω μεταξύ έχει μετακομίσει στη Ρεάλ Μαδρίτης) και κατακτά το χρυσό μετάλλιο, κερδίζοντας τους πάντες με πάνω από 20 πόντους διαφορά. Στο τελικό συναντά την Εθνική Ελλάδας που είχε "αδειάσει" από τον θρυλικό ημιτελικό με τη Σοβιετική Ένωση και το 81-80 με το τρίποντο του Φάνη και την υψωμένη γροθιά του Γκάλη. Οι Γιουγκοσλάβοι μας κερδίζουν με 98-77, σε ένα παιχνίδι Drazen Vs Nick στην κατάμεστη Dom Sportova του Ζάγκρεμπ.
Είναι το πρώτο χρυσό του Ίβκοβιτς, το πρώτο και για τη νουβέλ βαγκ του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ που πλέον δεν αποτελείται από αμούστακα παιδιά, αλλά από άνδρες έτοιμους να κατακτήσουν ακόμα και το ΝΒΑ. Την επόμενη χρονιά, για μόλις έναν βαθμό δεν βάζει τη Βοϊβοντίνα στην τετράδα, χάνοντας τα play offs. Η δουλειά όμως ήδη είχε γίνει. Ο Ίβκοβιτς για πολλοστή φορά είχε παραλάβει μια ομάδα που ήταν στα πρόθυρα του μαρασμού και την οδήγησε στις κορυφές του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος. Η αποστολή στο Νόβι Σαντ είχε ολοκληρωθεί.
Το καλοκαίρι έρχεται η παγκόσμια καταξίωση. Η Γιουγκοσλαβία τίθεται επικεφαλής του ομίλου στο Σάντα Φε, στο Μουντομπάσκετ της Αργεντινής, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της την κόντρα με τους Σοβιετικούς. Ξεπερνά εύκολα τα εμπόδια του πρώτου γύρου, αλλά στο δεύτερο βρίσκεται ενώπιον ενός ομίλου-μνημείο στο παγκόσμιο μπάσκετ: Ελλάδα, Βραζιλία του Οσκάρ και οι Σοβιετικοί. Η ομάδα του Ίβκοβιτς είναι εντυπωσιακή, δεν αφήνει περιθώρια σε κανέναν. Δυσκολεύεται μόνο απέναντι στην Εθνική μας, την οποία κερδίζει μόλις με 10 πόντους διαφορά. Τους Σοβιετικούς τους διαλύει με 100-77 σε μια αποθέωση του επιθετικού μπάσκετ.
Στο Λούνα Παρκ του Μπουένος Άιρες έρχεται η απόλυτη καταξίωση και ο λόγος που οι Αμερικανοί αποφάσισαν να σταματήσουν να σνομπάρουν τις διεθνείς διοργανώσεις, αποστέλλοντας αποστολές με αμούστακα παιδιά από τα κολέγια. Οι Γιουγκοσλάβοι τους κερδίζουν με τους δικούς τους όρους, με το σκορ ψηλά, υπερισχύοντας σε τεχνικά και σε αθλητικά προσόντα. Το τελικό 99-91 αδικεί την ομάδα του Ίβκοβιτς, ο μεγάλος Κέννυ Άντερσον παραδέχεται μετά από το τέλος του ημιτελικού ότι ήταν αδύνατον να σταματήσουν μια τόσο καλοκουρδισμένη μηχανή γεμάτη με ταλέντο.
Ο τελικός της 19ης Αυγούστου του 1990 είναι μια εποποιία. Γιουγκοσλαβία-Σοβιετική Ένωση 92-75, στην τελευταία μεγάλη μάχη των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών συνομοσπονδιών. Στην άλλοτε νουβέλ βαγκ του Ντούντα έχουν απλώς προστεθεί ο Άριαν Κόμαζετς, ο Ζόραν Σάβιτς και ο Γιούρι Ζντοβτς. Όλοι οι υπόλοιποι είναι εκεί, πιστοί στρατιώτες του ίβκοβιτς. Ορισμένοι τον βλέπουν σαν πατέρα, άλλοι σαν δάσκαλο, κάποιοι και σαν φίλο όπως ο Βλάντε Ντίβατς. Παρότι Σέρβος και με το γιουγκοσλαβικό ζήτημα να υποβόσκει, οι Κροάτες -προεξέχοντος του Ντράζεν- τον λατρεύουν. Εκείνος τους μεγάλωσε μπασκετικά, αυτός τους έδειξε τα μυστικά για το σωστό τέμπο στο παιχνίδι, ο "σοφός" τους δίδαξε το παιχνίδι του μέλλοντος, οδηγώντας πολλούς ακόμη και στις πεντάδες πρωτοκλασάτων ομάδων του ΝΒΑ. Ο σεβασμός κερδίζεται, δεν απαιτείται και εκείνη την περίοδο ο Ντούσαν Ίβκοβιτς θεωρείται αν όχι ο κορυφαίος, στο top 3 των προπονητών στην Ευρώπη και είναι περιζήτητος.
Δεν έχει περάσει μια δεκαετία από τότε που αποχώρησε από τη Θεσσαλονίκη και μάλιστα όχι με τις καλύτερες των αναμνήσεων. Το κλίμα, όμως, στη πατρίδα του είναι βαρύ, η υφέρπουσα πολεμική διάθεση αυτονομιστών και φανατικών έχει οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα του εθνικού μαρασμού, ο εμφύλιος είναι ante portas.
Η Θεσσαλονίκη μοιάζει ιδανική διέξοδος, είναι κοντά στο Βελιγράδι και στους περιστερώνες του, κοντά στον "Πίβα". Αυτήν τη φορά δεν είναι ο Άρης που έχει χτυπήσει την πόρτα του, αλλά ο μεγάλος αντίπαλος ΠΑΟΚ, που χρόνια πασχίζει να εκθρονίσει τον Γκάλη από την κορυφή της Α1. Ο Νίκος Βεζυρτζής τον πείθει σε λίγα λεπτά να αναλάβει μια ομάδα ανισόρροπη, "τρελή" όπως τη χαρακτήριζαν κάποιοι (κατακτούσε το Κυπελλούχων στη Γενεύη και έχανε το Κύπελλο από τον Πανιώνιο σε διάστημα μιας βδομάδας), κυρίως όμως πληγωμένη και με το φάντασμα του Άρη επάνω της.
Ενόσω σχεδιάζει τον ΠΑΟΚ της επόμενης σεζόν, τον Ιούνιο του ’91 η Σλοβενία ανεξαρτητοποιείται και ξεσπάει ο "Πόλεμος των 10 Ημερών". Ο εθνικισμός έχει χτυπήσει "κόκκινα" στην πατρίδα του, είναι φανερό και από τις κινήσεις του Τούτζμαν ότι και η Κροατία θα ακολουθήσει το δρόμο της Σλοβενίας, το όραμα του Τίτο ξεθωριάζει, η ενωμένη Γιουγκοσλαβία είναι θέμα χρόνου να αποτελέσει παρελθόν και δυστυχώς είναι παραπάνω από βέβαιο ότι δεν θα αποφευχθεί η αιματοχυσία.
Η τελευταία παράσταση της ενωμένης μπασκετικά Γιουγκοσλαβίας έρχεται στο Ευρωμπάσκετ της Ρώμης. Εκεί λαμβάνει χώρα το τελευταίο μπιζάρισμα μιας από τις μεγαλύτερες ομάδες στην ιστορία του μπάσκετ, εκεί όπου δυστυχώς φίλοι από μικρά παιδιά, μεγαλωμένοι στις ίδιες γειτονιές και στα ίδια κλειστά, αναγκάζονται να μην ανταλλάσσουν ματιά εξ αιτίας της πολιτικής. Η Γιουγκοσλαβία αποτελεί παρελθόν, τουλάχιστον όπως τη γνωρίσαμε από το 1941 κι έπειτα, ο Γιούρι Ζντοβτς, με δάκρυα στα μάτια χτυπάει την πόρτα του δωματίου του Ντούντα στο Παριόλι και του ανακοινώνει ότι έχει εντολή από τον Πρόεδρο της νεοσύστατης Δημοκρατίας να μην αγωνιστεί στον τελικό εναντίον της Ιταλίας.
Όλοι στην ομάδα δεν ξέρουν πως να συμπεριφερθούν, έχουν μοιραστεί χαρές, λύπες, έχουν κατακτήσει χρυσά μετάλλια, έχουν παντρευτεί Σέρβες, Κροάτισσες, Σλοβένες. Ο Ίβκοβιτς τους μαζεύει όλους γύρω του στο λόμπι. Ντίβατς, Κούκοτς, Ράτζα, Πάσπαλι, Σάβιτς, Ντανίλοβιτς, Τζόρτζεβιτς, Περάσοβιτς, Γιοβάνοβιτς, Σρετένοβιτς, Κόμαζετς, Ζντοβτς. Η ομιλία του δεν γίνεται γνωστή, ο Ντίβατς πολλά χρόνια αργότερα θα πει με μισόλογα κάποια πράγματα. "Ήταν η τελευταία ευκαιρία να γράψουμε μια χρυσή σελίδα για μια χώρα που έσβηνε, η τελευταία φορά που θα πατούσαμε το παρκέ μαζί, σαν συμπαίκτες, οι ίδιοι που έναν χρόνο πριν πανηγυρίζαμε σαν σχολιαρόπαιδα στο Μπουένος Άιρες. Έπρεπε να ξεχάσουμε το μίσος που μας πότισαν κάποιοι άλλοι, ήταν η τελευταία φορά που λειτουργήσαμε σαν ένα, σαν ομάδα".
Η Γιουγκοσλαβία, στο κύκνειο άσμα της, κατακτά το χρυσό μετάλλιο. Στην απονομή, ο Ίβκοβιτς είναι από τις σπάνιες φορές που γελάει, που έχει υψωμένη τη γροθιά του. Γύρω του "εχθροί": ο Σέρβος Τζόρτζεβιτς αγκαλιάζει τον Κροάτη Κόμαζετς, ο χαμογελαστός Κούκοτς, ο εμβληματικός Σέρβος Ντίβατς στα πόδια του Κροάτη Ράτζα. Οι πλάβι έσβησαν εκείνο το βράδυ στο Pala Eur της Αιώνιας Πόλης. Ο Ντούντα βρίσκει το λιμάνι του στη Θεσσαλονίκη.
Βλέπει γνώριμα πρόσωπα στο Παλέ. Πρώτος απ’ όλους ο Μπάνε Πρέλεβιτς, το δημιούργημα του φίλου του Γκόραν Μίλκοβιτς από τον Ερυθρό Αστέρα, ένα γνήσιο προϊόν του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ, που απλώς περίμενε έναν πολύ μεγάλο προπονητή για να απογειώσει την καριέρα του. Μαζί του ο Τζον Κόρφας, ο Παναγιώτης Φασούλας, ο Κεν Μπάρλοου, ο Πιτ Παπαχρόνης, ο Νίκος Μπουντούρης. Ο τελευταίος, ίσως ο πιο ωφελημένος μπασκετμπολίστας του ΠΑΟΚ εκείνης της εποχής από τη διαχείριση Ίβκοβιτς, ο βενιαμίν που κατέληξε καλύτερος έκτος παίκτης του πρωταθλήματος.
Ο ΠΑΟΚ είναι σαρωτικός, παρότι ξεκινά ράθυμα και πληγώνεται από την ήττα στο τοπικό ντέρμπι με τον Άρη, κατακτά το πολυπόθητο πρωτάθλημα με εξαιρετική άνεση, είναι μια ομάδα μοντέρνα, που αποδίδει πολύ ελκυστικό μπάσκετ. Η σεζόν σημαδεύεται από την τραγωδία του Μπολιέ στη Ναντ, στο παιχνίδι που ράγισε οριστικά το γυαλί του Παναγιώτη Φασούλα με τον οργανισμό ΠΑΟΚ.
Ο στοιχειωμένος τελικός του Κυπελλούχων με τη Ρεάλ, το τρίποντο του Πρέλεβιτς από τα 11 μέτρα με 14 δευτερόλεπτα να απομένουν, η άστοχη βολή του Μαρκ Σίμπσον, η λάθος πάσα του Φασούλα, το καλάθι του Ρίκι Μπράουν παρά τα υψωμένα χέρια της "αράχνης" μπροστά του. Ο Ίβκοβιτς υπόσχεται το άλλο Κύπελλο, το "μεγάλο".
Την επόμενη σεζόν έχει δημιουργήσει τον δικό του ΠΑΟΚ. Ο Παπαχρόνης που... κοιμόταν στη θεωρία αποχωρεί, καταφθάνει παρά τις αντιρρήσεις ο Κλιφ Λέβινγκστον από τους Σικάγο Μπουλς. Ο ΠΑΟΚ έχει την καλύτερη πεντάδα στην Ευρώπη, παίζει εκπληκτικό μπάσκετ με έναν δαιμονισμένο Πρέλεβιτς, οι Μπάρλοου και Λέβινγκστον είναι το πιο ζηλευτό δίδυμο ξένων, ο Φασούλας σκεπάζει τα καλάθια, ο Κόρφας οργανώνει μαεστρικά, ο Μπουντούρης είναι η αποκάλυψη της σεζόν. Μετά από μια "γιορτή" με την Ορτέζ, ο ΠΑΟΚ προκρίνεται στο Final 4 της Αθήνας τον Απρίλιο του 1993. Λίγοι έχουν δώσει σημασία στον Παναγιώτη Φασούλα που εκνευρισμένος μετά από το ματς με την Ορτέζ στο Αλεξάνδρειο, παραπέμπει τους δημοσιογράφους στο "σοφό".
Ο "σοφός" ήταν ο Ίβκοβιτς, που είχε χάσει τον έλεγχο των αποδυτηρίων, δεν μπορούσε να ελέγξει μήτε το Λέβινγκστον (που έπινε περίπου 4 λίτρα coca cola την ημέρα και τρέλαινε τον Ντούντα) μήτε τον Φασούλα με τις τάσεις φυγής. Μέχρι και σήμερα ο Ντούντα αποδίδει την αποτυχία εκείνου του Final 4 στον τραυματισμό του Χρήστου Τσέκου, ενός βαρύ center που ο Ίβκοβιτς είχε προετοιμάσει ειδικά για να αντιμετωπίσει το "θωρηκτό" Ρουσκόνι, που ο ισχνός Φασούλας δεν μπορούσε να "σπρώξει" μακριά από το καλάθι.
Οι περισσότεροι αποδίδουν την αποτυχία στα τρίποντα του Μαουρίτσιο Ραγκάτσι και του Στέφανο Ιακοπίνι, ο Ίβκοβιτς στην απουσία του Τσέκου, πάνω στον οποίο είχε στηθεί όλο το πλάνο της ομάδας. Ο ΠΑΟΚ χάνει με δύο πόντους στον ημιτελικό με τη Μπενετόν του Σκάνσι και του Κούκοτς, εν συνεχεία καταρρέει και ο Ολυμπιακός τον πετάει εκτός τελικών του Πρωταθλήματος και εκτός Ευρωλίγκα. Μοιραία έρχεται η απομάκρυνση, ο Ντούντα όμως δεν αφήνει τη χώρα μας. Αναλαμβάνει το μεγαλύτερο και πιο αγαπημένο πρότζεκτ της καριέρας του, τον Πανιώνιο.
Στο οικογενειακό περιβάλλον της Νέας Σμύρνης θα βρει την ηρεμία του, θα δουλέψει μακριά από την πίεση και τη φρενίτιδα του ΠΑΟΚ και του περιβάλλοντος της Θεσσαλονίκης. Κάνει απίθανη σεζόν με τον Πανιώνιο, πείθει μπασκετμπολίστες όπως ο Ντίνκινς και ο Πάσπαλι, να δώσουν και την ψυχή τους σε εκείνο το πρότζεκτ. Ο Πανιώνιος παίζει το μπάσκετ που πρεσβεύει ο Ίβκοβιτς, φτάνει μέχρι και τον ημιτελικό του Κόρατς, όπου αποκλείεται από τον μετέπειτα νικητή του θεσμού ΠΑΟΚ, το κλειστό της Αρτάκης γνωρίζει μοναδικές στιγμές, γεμίζει ασφυκτικά, γύρω μόνο χαμόγελα.
Ήδη από το καλοκαίρι του 1995 ο Σωκράτης Κόκκαλης τον θέλει στον Ολυμπιακό, πασχίζει να τον πείσει να αφήσει τον Πανιώνιο και να αναλάβει μια πληγωμένη ομάδα από τους δύο χαμένους τελικούς σε Τελ Αβίβ και Σαραγόσα. Προς έκπληξη φίλων, συνεργατών και του ίδιου του Κόκκαλη, ο Ίβκοβιτς αρνείται, αντιπαραθέτει ότι θέλει να ολοκληρώσει το έργο του στην πλατεία, βγάζει τον Πανιώνιο στην Ευρωλίγκα, τον ξαναοδηγεί ψηλά στο Κόρατς όπου αποκλείεται στα προημιτελικά από τη Στεφανέλ.
Η δουλειά του είναι ζηλευτή, τον ξαναγύρισε στα πρώτα χρόνια της καριέρας του. Σε ολόκληρο το μεσοδιάστημα έχει αναλάβει τη νεοσύστατη ομάδα της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Το 1992 η FIBA ακυρώνει τη συμμετοχή των Σέρβων στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, το 1993 οι Σέρβοι ξανα-αποκλείονται από τη συμμετοχή στους στο Ευρωμπάσκετ της Γερμανίας, το 1994 η πόρτα του υπόλοιπου κόσμου είναι και πάλι κλειστή στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Καναδά. Ξαννανοίγει στο Ευρωμπάσκετ του 1995 στην Αθήνα, όπου οι Σέρβοι, καθοδηγούμενοι από τον Ίβκοβιτς και το πνευματικό παιδί του στους πάγκους, Ζέλικο Ομπράντοβιτς, επανεμφανίζονται στο μπασκετικό παλκοσένικο μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια.
Από κάθε άποψη, το 1995 σημαδεύει τη ζωή του. Ο αποκλεισμός της πατρίδας του από τον υπόλοιπο κόσμο, ο σκληρός πόλεμος, το μίσος που έχει θεριέψει. Στο παρελθόν μόνο όταν ο Παβλίτσεβιτς τον είχε κατηγορήσει πως προπαγανδίζει υπέρ των Σέρβων, είχε αντιδράσει άσχημα. Είχε διαχωρίσει από νωρίς τη θέση του πολιτικά, είχε καταστήσει σαφές ότι σε επίπεδο εθνών, οι Κροάτες ουδέποτε συμπαθούσαν τους Σέρβους, ουδέποτε τους μεταχειρίζονταν με τον δέοντα τρόπο, ανέκαθεν τους αποκαλούσαν "γύφτους".
Ο ίδιος, γαλουχημένος σε ένα δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον, με τον πατέρα του κυνηγημένο από το καθεστώς του Τίτο, έμαθε από μικρός ότι πάντοτε υπάρχουν δρόμοι και παράδρομοι. Κάπως έτσι άλλωστε και ο πατέρας του, από εκκολαπτόμενη κορυφαία νομική φυσιογνωμία, κατέληξε μελισσοκόμος, οι γιαγιάδες του ουδέποτε κατέβασαν τις ορθόδοξες εικόνες από τους τοίχους των σπιτιών τους, ο Ίβκοβιτς έμαθε από μικρός να ακολουθεί το δικό του μονοπάτι, ξέχωρα από αυτά που εκτυλίσσονταν γύρω του.
Το Ευρωμπάσκετ του 1995 στο ΟΑΚΑ ήταν για εκείνον η ευκαιρία να υψώσει τα τρία δάχτυλα της ορθοδοξίας στη χώρα που τον αγκάλιασε και τον μεταχειρίστηκε σαν δικό της παιδί, σαν άνθρωπο, ούσα αλληλέγγυα με το χειμαζόμενο σερβικό λαό. Η έκπληξή του κατά τη διάρκεια εκείνου του Ευρωμπάσκετ ήταν τεράστια. Στην Ελλάδα τότε κυριαρχούσε το μένος εναντίον "του σερβικού λόμπι", μιας ιδιότυπης "μαφίας" που Έλληνες προπονητές και δημοσιογράφοι είχαν προσάψει στη FIBA, κατηγορώντας την για μεροληψία και μασονικές τακτικές.
Οι Σέρβοι είχαν απλώς συσπειρωθεί, είχαν χτίσει τείχη προστασίας γύρω τους και πάσχιζαν να φωνάξουν στον έξω κόσμο ότι δεν είναι δολοφόνοι, δεν είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος που καταδείκνυαν όλα τα μέσα εκείνη την εποχή. Η χαρά για το χρυσό μετάλλιο μετριάζεται από τις αποδοκιμασίες. Το "Λιέτουβα-Λιέτουβα" των Ελλήνων φιλάθλων στον τελικό με τους Λιθουανούς ηχεί ακόμα στ’ αυτιά του, οι αποδοκιμασίες στην απονομή, η γιούχα στον εθνικό ύμνο. Δεν άφησε το κλειστό να χαλάσει το πάρτι, άλλωστε είχε κάνει εκατομμύρια Σέρβους περήφανους εκείνον τον Ιούλιο του 1995.
Τον Σεπτέμβριο έρχεται ένα πολύ οδυνηρό χτύπημα στη ζωή του: 28 του μηνός αποβιώνει ο αδελφός του Σλόμπονταν, ο αγαπημένος του "Πίβα", ο άνθρωπος που αν τον ρωτήσεις μέχρι σήμερα, θα σου πει ότι υπήρξε ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης στην ιστορία του μπάσκετ, ο καλύτερος προπονητής που γνώρισε ποτέ. Το χτύπημα είναι μεγάλο, ο Ντούντα όμως είναι φτιαγμένος από διαφορετικό καλούπι, δεν είναι σαν όλους μας. Ολοκληρώνει τη σεζόν με τον Πανιώνιο και ως δια μαγείας, ξαναβρίσκει στον διάβα του τον Σωκράτη Κόκκαλη.
Είναι από τις σπάνιες φορές που ο τότε Πρόεδρος του Ολυμπιακού επιστρέφει και ξανασυζητάει με έναν άνθρωπο που του αρνήθηκε να συνεργαστούν. Η σεζόν θα είναι πολύ δύσκολη, ο κόσμος του Ολυμπιακού αγάπησε παράφορα τον Γιάννη Ιωαννίδη, ακόμη και στο τέλος του "ξανθού" στο ΣΕΦ οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού τραγουδούσαν "ποτέ μην έρθει η στιγμή ν’ αφήσεις το λιμάνι, θα σ’ αγαπάμε μια ζωή, Ιωαννίδη Γιάννη". Η σεζόν είναι αλλόκοτη, δύσκολη, μια σεζόν γεμάτη ανηφόρα.
Ο Ίβκοβιτς δεν έχει να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Το καλοκαίρι έχει οδηγήσει πίσω από την κουίντα τη Σερβία στο αργυρό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, χάνοντας μόνο στον τελικό εναντίον της Dream Team #3 του Barkley, του Malone, του Pippen, του Robinson, του Stockton, του Hakeem, του Shaquille. Πιο εύκολη όμως ήταν η δουλειά του απέναντι στα ιερά τέρατα του ΝΒΑ, παρά στον Ολυμπιακό "του Ιωαννίδη". Ο Ολυμπιακός γνωρίζει ντροπιαστικές ήττες, χάνει ακόμη και από ομάδες όπως ο Παπάγου και ο ΒΑΟ κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου του πρώτου μισού της σεζόν και των αλλαγών που προσπαθεί να επιφέρει στο αγωνιστικό πλάνο της ομάδας ο Ίβκοβιτς.
Η ομάδα από τον Φεβρουάριο δείχνει να συνέρχεται, όταν κατορθώνει και αποκλείει την Παρτιζάν με 2-1 κερδίζοντάς την δύο φορές στη "Χάλα Πίονιρ" και ανατρέποντας κάθε προγνωστικό μετά από την εντός έδρας ήττα στα play offs της Ευρωλίγκας. Το κομβικό σημείο που η σχέση του με τον κόσμο του Ολυμπιακού δείχνει να περνά στο επόμενο στάδιο είναι η διάλυση του αιώνιου αντιπάλου Παναθηναϊκού, με το εκκωφαντικό 49-69 μέσα στο ΟΑΚΑ.
Η νίκη είναι συντριπτική και αποτελεί και προσωπική νέμεση του ίδιου του Ντούσαν Ίβκοβιτς επί του άσπονδου φίλου του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, του ανθρώπου που οδήγησε τον Παναθηναϊκό στην κατάκτηση του πρώτου Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος ελληνικής ομάδας στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ και θεωρείτο ο νέος Μωυσής του γιουγκοσλαβικού μπασκετ. Η νίκη του Ντούντα έκανε αίσθηση και στην πατρίδα του. Ήταν γνωστό ότι υπήρχαν δύο κυρίαρχες μπασκετικές σχολές εκείνη την εποχή. Στην κορυφή της μίας ήταν ο Μπόζα και στην άλλη ο Ντούντα, με τον θρόνο που θα άφηνε κενό ο Άτσα Νίκολιτς να χωράει μόνον έναν από τους δύο. Η νίκη του Ίβκοβιτς ήταν η επιβεβαίωση ότι ο "ένας" ήταν εκείνος.
Η σεζόν έκλεισε ονειρεμένα, ανέλπιστα, θαρρεί κανείς ότι η μοίρα επέστρεψε μονομιάς όσα στέρησε από τον Ολυμπιακό των προηγούμενων ετών, στον Ολυμπιακό του Ίβκοβιτς. Η προσέγγιση του Ίβκοβιτς στο Final 4 της Ρώμης χαρίζει στον σύλλογο το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο, το δεύτερο στη σεζόν μετά από το μικρότερης σημασίας Κύπελλο Ελλάδος, που αποτέλεσε όμως και την απαρχή της αντεπίθεσης. Το πρωτάθλημα κατακτάται με κεκτημένη ταχύτητα, το πρώτο triple crown στην ιστορία είναι γεγονός. Αρχιτέκτονας εκείνης της επιτυχίας ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, η απόλυτη δικαίωση και για τον ίδιο και για τον Σωκράτη Κόκκαλη που τον επέλεξε.
Το ίδιο καλοκαίρι, στο Ευρωμπάσκετ της Ισπανίας, περιχαρής θαυμάζει τη "δική του" Γιουγκοσλαβία να κατακτά ένα ακόμη χρυσό μετάλλιο, με τον κουμπάρο του και συνεχιστή του έργου του Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς στην άκρη του πάγκου. Έχει αποσυρθεί πια από το προσκήνιο της Εθνικής ομάδας, μετά από εκείνο το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας και εν μέρει τους αγώνες στην Ατλάντα, παραδίδοντας τη μπαγκέτα στα στιβαρά χέρια του Ζοτς.
Ανέκαθεν πιστός στις αρχές και στη δική του φιλοσοφία, αλλάζει εντελώς τον Ολυμπιακό, προχωρά σε ένα άτυπο rebuilding και τιμωρείται από το ίδιο το μπάσκετ που πρεσβεύει. Ο Κόκκαλης έχει ρίξει το βάρος και το ενδιαφέρον του στον ποδοσφαιρικό Ολυμπιακό, μετά από το triple crown μοιάζει "γεμάτος" από το μπάσκετ, πήρε τη "μεγάλη κούπα", δεν έχει λόγο να αντιπαραθέσει κάτι διαφορετικό στη νουθεσία του Ίβκοβιτς για ριζική ανανέωση. Η σεζόν είναι το ακριβώς αντίθετο της προηγούμενης. Ο Ολυμπιακός στο πρώτο μισό είναι οδοστρωτήρας, αλλά γκρεμίζεται μετά από τον Φεβρουάριο. Αποκλείεται αναπάντεχα από το θαύμα της Παρτιζάν στη φάση των 16 της Ευρωλίγκα και δέχεται το τελειωτικό χτύπημα από τον Πέτζα Στογιάκοβιτς στους ημιτελικούς των play offs του πρωταθλήματος, μένοντας έξω από τον τελικό.
Η σεζόν είναι ανεπιτυχής, αλλά ο αρχιτέκτονας του triple crown περιβάλλεται με την απαιτούμενη εμπιστοσύνη. Θα τη χάσει την αμέσως επόμενη σεζόν, όταν ο εκ των φαβορί σε όλες τις διοργανώσεις Ολυμπιακός, ηττάται με το μπάσκετ που πρεσβεύει ο ίδιος ο Ίβκοβιτς από τη θαυματουργή Ζάλγκιρις στο Final 4 (όπου τερματίζει τρίτος, νικώντας τη Φορτιτούντο Μπολόνια) και πλέον απέμενε μόνον το πρωτάθλημα.
Με πλεονέκτημα έδρας και όντας το λογικό φαβορί, ο Ολυμπιακός μετά από δέκα συνεχόμενες νίκες επί του αιωνίου αντιπάλου μέσα στο ΣΕΦ, χάνει από τον Παναθηναϊκό και το παιχνίδι και τον τίτλο. Ο Ίβκοβιτς εκ των πραγμάτων πρέπει να απομακρυνθεί και έτσι γίνεται. Φεύγει από τον Ολυμπιακό σαν φίλος, αφήνοντας τη γλυκιά ανάμνηση της μαγικής πρώτης σεζόν και ενός διαφορετικού και πιο ελεύθερου μπάσκετ από εκείνο που είχε συνηθίσει το κοινό της ομάδας.
Και πάλι δεν φεύγει από την Ελλάδα. Άλλωστε, το 1999 είναι μια πάρα πολύ δύσκολη χρονιά για τη Σερβία, οι βόμβες κατεδάφιζαν το Βελιγράδι, η πατρίδα του Ντούσαν Ίβκοβιτς δεν είναι ίδια με το παρελθόν, το άλλοτε "Παρίσι των Βαλκανίων" ήταν πλέον ένα βουβό, βομβαρδισμένο και καμένο τοπίο.
Αναλαμβάνει την ΑΕΚ και ξαναφέρνει μετά από 32 χρόνια ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Είναι το Κύπελλο Saporta που η δική του ΑΕΚ κατακτά πεντακάθαρα στη Λωζάννη κόντρα στη μεγάλη Kinder του Ettore Messina. Η ΑΕΚ παίζει πολύ ελκυστικό μπάσκετ, το άθλημα όμως παρακμάζει στη χώρα μας. Το ενδιαφέρον μονοπωλείται από το ποδόσφαιρο, τα χρήματα λιγοστεύουν, οι καλοί παίκτες προτιμούν ανώτερα και πιο ανταγωνιστικά πρωταθλήματα.
Πείθεται από τον Γιάννη Φιλίππου και συνεχίζει και την επόμενη σεζόν. Άλλωστε, το πρότζεκτ του αρέσει πάρα πολύ, δουλεύει με νεαρά παιδιά, με μια ολόκληρη γενιά "Εφήβων" που είχε κατακτήσει το παγκόσμιο πρωτάθλημα λίγα χρόνια πριν στην Αθήνα. Κατακτά δεύτερο σερί Κύπελλο με την ΑΕΚ, στο πρωτάθλημα τερματίζει και πάλι τέταρτος, στην Ευρωλίγκα σκαρφαλώνει μέχρι τον ημιτελικό όπου αποκλείεται από την Τάου.
Οι βάσεις όμως για τη μεγάλη ΑΕΚ έχουν ήδη μπει, τα θεμέλια είναι στιβαρά και το πρωτάθλημα δεν αργεί να έρθει μια σεζόν αργότερα. Μόνο που στον πάγκο της ΑΕΚ είναι ο Ντράγκαν Σάκοτα, ο Ίβκοβιτς έχει μετακομίσει στη Μόσχα και την ΤΣΣΚΑ.
Η προσαρμογή του στην παγωμένη Μόσχα ήταν πολύ εύκολη. Τη γλώσσα την γνώριζε, τη μιλούσε καλά, αφού την είχε διδαχθεί στο σχολείο. Πλέον, στα 60 του σχεδόν, είναι ένας προφέσορας του μπάσκετ, θεωρείται δίκαια guru του αθλήματος, αποτελεί έναν προπονητή-general manager ικανό να διαχειριστεί ένα πρότζεκτ οποιουδήποτε είδους. Είτε βασισμένο στα νεαρά παιδιά όπως άρεσε στον ίδιο είτε σε γαλαξία αστέρων όπως εκείνη η ΤΣΣΚΑ των ημερών του.
Στη Μόσχα δημιουργεί μια ομάδα-φόβητρο, έναν οδοστρωτήρα που κέρδιζε παντού τους πάντες, μέχρι που έφτανε στο "καταραμένο" Final 4. Η τρίτη σεζόν του είναι η σημαδιακότερη όλων. Η ομάδα που έχει φτιάξει, είναι ομάδα του ΝΒΑ, δεν χάνει ποτέ και από κανέναν, έχει καταρρίψει κάθε είδους ρεκόρ με εκείνο το απίστευτο 52-0 μέσα στη σεζόν και φιλοξενεί το Final 4 στην έδρα της. Και πάλι όμως χάνει από την Τάου Βιτόρια στη μεγαλύτερη ίσως αποτυχία στην καριέρα του Ίβκοβιτς. Δίκαια η "ομάδα του στρατού" δεν του ανανεώνει το συμβόλαιο, γρήγορα όμως βρίσκει καταφύγιο στη γειτονική Ντιναμό Μόσχας.
Μακριά από την πίεση και τα εκτυφλωτικά φώτα της ΤΣΣΚΑ, ο Ίβκοβιτς έχει τον χρόνο να δουλέψει την ομάδα όπως θέλει, να διδάξει ένα μπάσκετ όχι μόνο του αποτελέσματος και της απόλυτης κυριαρχίας, αλλά και της τεχνικής, της τακτικής, της ανάδειξης νέων πρωταγωνιστών. Οδηγεί τη Ντιναμό στην κατάκτηση του ULEB Cup, μια επιτυχία πολύ σημαντική για τη ρωσική ομάδα και πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο στην ιστορία της.
Εκείνο που τον στενοχωρεί και τον προβληματίζει όμως, είναι η κάθετη πτώση του σερβικού μπάσκετ, η εξαφάνιση της μεγάλης των πλάβι σχολής που και εκείνος δημιούργησε τότε στα αγνά και ονειρικά 70’ς. Είναι ο λόγος που αποδέχτηκε την πρόσκληση της σερβικής ομοσπονδίας και το 2008 επέστρεψε στην Εθνική, σε μια ανεπανάληπτη σέρβικη πανστρατιά που έσωσε το κατακρεουργημένο από τη βαρβαρότητα μπάσκετ στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Αφιερώνεται εξ ολοκλήρου από το 2008 στην ανοικοδόμηση του σερβικού μπάσκετ, προσπαθεί με απόσταση 40 ετών να ξαναστήσει μια μηχανή παραγωγής αθλητών, να αναστήσει μια σχολή που έφερε την επανάσταση στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Έχει μαζί του όλα του τα "παιδιά", είναι όλοι τους κοντά του. Ο Ντίβατς, ο Ντανίλοβιτς, ο Τζόρτζεβιτς, ο Στογιάκοβιτς, ο Μποντιρόγκα, ο Ομπράντοβιτς. Όλοι βοηθούν όπως μπορούν, άπαντες προσπαθούν να ξαναστήσουν το άθλημα στα πόδια του.
Δημιουργείται μια εντελώς καινούργια και νεανική ομάδα, η οποία υπό τις οδηγίες του Ντούντα, πανηγυρίζει σαν χρυσό το αργυρό μετάλλιο του Ευρωμπάσκετ του 2009 στην Πολωνία και κατακτά την τέταρτη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Τουρκίας έναν χρόνο αργότερα, μετά από μια σκανδαλώδη διαιτησία υπέρ των διοργανωτών Τούρκων στον ημιτελικό.
Η Σερβία όμως έχει επιστρέψει. Και είναι έργο Ίβκοβιτς. Θα έλεγε κανείς ότι στα 67 του δεν είχε πλέον τίποτα να αποδείξει, δεν είχε καν την ανάγκη να επιστρέψει στον πάγκο κάποιου συλλόγου. Πολλώ δε στον πάγκο μιας ομάδας από την οποία έχει ξαναπεράσει, μιας ομάδας με την οποία κατέκτησε τα πάντα και έχασε τα πάντα.
Το κεφάλαιο Ολυμπιακός είχε κλείσει το 1999 και μάλιστα άδοξα. Όταν τον πλησίασαν το 2010 οι αδελφοί Αγγελόπουλοι, ήταν διστακτικός, σχεδόν αδιάλλακτος σχετικά με το ενδεχόμενο να αναλάβει ξανά την ομάδα. Εν τέλει πείστηκε και έζησε μια από τις πιο ένδοξες στιγμές ολόκληρης της καριέρας του, ίσως την ενδοξότερη σε σύλλογο, εξ αιτίας εκείνης της δεύτερης τρελής σεζόν. Η πρώτη του χρονιά στον Πειραιά απέφερε το Κύπελλο, ο Ολυμπιακός ήταν βαριά άρρωστος, μέσα σε ένα τούνελ οικονομικής ασυδοσίας, με μπασκετμπολίστες αδιάφορους, μισθοφόρους, άνευρους και άχρωμους.
Ειδικότερα απέναντι στην καλοκουρδισμένη μηχανή του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, εκείνος ο Ολυμπιακός ήταν αδύνατον να σταθεί εμπόδιο, δεν είχε τα εχέγγυα, δεν είχε τη χημεία και το αμάλγαμα ετών που ο Ζοτς είχε χτίσει στο ΟΑΚΑ. Είχε όμως ψυχή, είχε τα "θέλω" του Ίβκοβιτς που όπως τα περιστέρια του γυρνούσαν στον υπέροχο περιστερώνα του στο Βελιγράδι, έτσι κι εκείνος επέστρεψε στην αρχή της καριέρας του, σε ηλικία πάρα μα πάρα πολύ δύσκολη και οδήγησε τον Ολυμπιακό στο θαύμα.
Μετά από τη ραθυμία της πρώτης σεζόν, αποφασίζει να ανανεώσει ριζικά τον Ολυμπιακό, απομακρύνοντας ούτε λίγο ούτε πολύ όλους τους αθλητές που τον απογοήτευσαν: Τεόντοσιτς, Παπαλουκάς, Γκόρντον, Μπουρούσης αποχωρούν και η ομάδα γίνεται νεανική, νευρώδης, μια γροθιά. Και αποζημιώνει τους οπαδούς της, θαμπώνοντας όλη την Ευρώπη στο πιο τρελό Final 4 μετά από το 1992. Ο τόπος του εγκλήματος είναι ο ίδιος, η Κωνσταντινούπολη. Το ρόλο του Σάσα Τζόρτζεβιτς και της Σταχτοπούτας Παρτιζάν έπαιξαν, παίρνοντας άριστα, ο Γιώργος Πρίντεζης και ο Ολυμπιακός.
Στον συγκλονιστικό τελικό εναντίον της ανίκητης ΤΣΣΚΑ, ο Ολυμπιακός κάνει το όγδοο θαύμα επιστρέφοντας από το -19, κατακτά ανέλπιστα το πιο γλυκό τρόπαιο στην ιστορία του σαν αουτσάιντερ, τρελαίνοντας όλη την Ευρώπη. Το πρωτάθλημα κόντρα στον κυρίαρχο επί χρόνια Παναθηναϊκό είναι συνεπακόλουθο εκείνης της τεράστιας επιτυχίας στην Πόλη. Ο Ίβκοβιτς έχει κάνει το απίστευτο, είναι ίσως το επιστέγασμα μιας τεράστιας καριέρας. Λίγο πριν μπει στα 70, έχει συμπεριφερθεί κι αυτός σαν πρωτόβγαλτος προπονητής, έδειξε την ίδια δίψα που έδειχνε το 1978 όταν αναλάμβανε την Παρτιζάν και κατακτούσε τα πάντα.
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το επίτευγμά του, ειδικότερα αν αναλογιστεί κανείς πόσο έχει αλλάξει το μπάσκετ ανά τις δεκαετίες, πόσο εξελίχθηκε ως άθλημα, πόσο επιστήμη έγινε, πόσο πιο αθλητικό, χίλια δυο. Οι δρόμοι του με τον Ολυμπιακό χωρίζουν το καλοκαίρι, η Ελλάδα βιώνει πολύ δύσκολες καταστάσεις, δεν υπάρχει άλλη επιλογή για τους αδελφούς Αγγελόπουλους από την περαιτέρω μείωση του μπάτζετ. Ο Ίβκοβιτς θα χάσει τα σημαντικότερα γρανάζια της επιτυχίας της περασμένης σεζόν και αποχωρεί σε εντελώς καλό κλίμα.
Έναν χρόνο αργότερα, θα αποχωρήσει και από την εθνική ομάδα της Σερβίας, την οποία υπηρέτησε με μικρά διαλείμματα κοντά 30 χρόνια, από τα τμήματα υποδομής μέχρι τους έφηβους και τους άνδρες. Είτε είχε στα χέρια του καταπληκτικούς παίκτες όπως τις περισσότερες φορές είτε ξαναέχτιζε από την αρχή με παιδιά του πολέμου που είχαν πολύ λιγότερο ταλέντο και πολύ λιγότερα μέσα. Είναι και θεωρείται δίκαια ο Πατριάρχης του σερβικού μπάσκετ, είναι ο ζωντανός θρύλος της χώρας στο άθλημα.
Το καλοκαίρι του 2014 ενέδωσε στα τρελά λεφτά των Τούρκων και αποφάσισε να μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό της Αναντόλου Εφές. Η αποστολή του ήταν η συνηθισμένη και υπερφίαλη των Τούρκων: να τα πάρει όλα. Στο δύσκολο και χωρίς μπασκετικό υπόβαθρο περιβάλλον της Τουρκίας, κατέκτησε ένα Κύπελλο και ένα Super Cup. Η απόφασή του να αποχωρήσει ήταν εύκολη, ούτε συγκινησιακή φόρτιση υπήρχε ούτε αισθάνθηκε ποτέ την τελευταία δουλειά του ως τη σημαντικότερη της καριέρας του.
Εκείνο που μετρούσε για εκείνον ήταν πως ζούσε ακόμη για το μπάσκετ, δίδασκε μπάσκετ, ανανεωνόταν και ανανέωνε το ίδιο το άθλημα. Μέσα του όμως ήξερε καλά πως περπατάει τα 73. Με την εμπειρία και τη γνώση του στο τέλος πρόσφερε σε πιο "πολιτικό" ρόλο, ως κορυφαίο μέλος της συντονιστικής επιτροπής των εθνικών κλιμακίων της Σερβίας. Αν αναλογιστούμε και την καριέρα του ως αθλητή, από το 1958 υπηρέτησε ενεργά το μπάσκετ επί 63 ολόκληρα χρόνια.
Θα μνημονεύεται από τους ιστορικούς του μέλλοντος σαν "προστάτης Άγιος του σύγχρονου μπάσκετ", ακριβώς όπως ο θείος του Νίκολα Τέσλα μνημονεύεται από τους επιστημονικούς κύκλους σαν τον προστάτη Άγιο του σύγχρονου ηλεκτρισμού. Ορισμένοι άνθρωποι είναι γραμμένο να μένουν στο διηνεκές, να αφήνουν το στίγμα τους και να μνημονεύονται ες αεί. Ένας από αυτούς είναι ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο μεγαλύτερος σοφός στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Καλό ταξίδι Ντούντα.
Zastro