Όταν άλλοι πανηγύριζαν για την επερχόμενη και διαρκή «ευημερία» που θα γνώριζε η Ελλάδα στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, εκείνος – άρθρο στην εφ...
Όταν άλλοι πανηγύριζαν για την επερχόμενη και διαρκή «ευημερία» που θα γνώριζε η Ελλάδα στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, εκείνος – άρθρο στην εφημερίδα «Τα Νέα» το 2000 – τόνιζε: «Η κατάσταση για τη χώρα μας θα χειροτερέψει μετά την ένταξη στην ΟΝΕ (…). Κατά συνέπεια θα έχουμε για τους εργαζόμενους λιτότητα χωρίς τέλος».
Η ορθότητα των εκτιμήσεών του δεν προέκυπτε από κάποιες μαντικές ή προφητικές ικανότητες. Ήταν απόρροια των ταξικών εργαλείων ανάλυσης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. «Εμείς – έλεγε στην «Ελευθεροτυπία» το 2004 – επιμένουμε στην πραγματικότητα, που είναι η ύπαρξη της ταξικής πάλης και το διακηρύσσουμε πανηγυρικά ψηφίζοντας ΚΚΕ».
«Ονομάζεται Κώστας Κάππος, είναι 37 ετών πατέρας ενός ανήλικου αγοριού. Στις 25 Απριλίου 1968 το απόγευμα συνελήφθη. Κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια ένα μήνα και μετά οδηγήθηκε στο Διόνυσο. Βασανίστηκε ένα μήνα εκεί και τον ξανάφεραν στην Ασφάλεια Αθηνών, από όπου οδηγήθηκε στη Λέρο. Καμία κατηγορία δεν απαγγέλθηκε εις βάρος του. Κανένας μάρτυρας δεν τον κατάγγειλε για τίποτα. Η δουλειά του ήταν λογιστής. Αρτιμελής, καλοφτιαγμένος, από τη φύση του. Το μόνο που δεν ήξερε ήταν η αντοχή του. Αυτή την δοκίμασε στον Διόνυσο και αργότερα στο Μπογιάτι. Όσοι τον ήξεραν πριν, είδαν ότι τόσο η φυσιογνωμία του, όσο και η διάπλαση του είχαν αλλοιωθεί. Τα βασανιστήρια είχαν αλλοιώσει τη διάπλαση και τη μορφή του. Δεκαέξι βασανιστές, εκτός από εκείνους που έδιναν μόνο ξύλο, όργωσαν κυριολεκτικά το κορμί του. Νοσηρές διάνοιες, σατανικοί εφευρέτες. Τέσσερεις στο Διόνυσο, 12 στο Μπογιάτι. (…) 500 περίπου (οι) ώρες βασανιστηρίων, που συνολικά πέρασε σε μπουντρούμια, φυλακές, στα κρατητήρια και στις απομονώσεις (…)».
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Επανάσταση που έρχεται»,
Επιλογή από άρθρα, κείμενα, συνεντεύξεις του Κώστα Κάππου,
εκδόσεις «Αλήθεια»).
Δεκαέξι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο του Κώστα Κάππου. Αυτού του μοναδικού ανθρώπου. Που όταν τον ρωτούσαν για τις αντιπάθειές του, εκείνος απαντούσε: «Εγώ δεν αντιπαθώ κανέναν, ούτε τους βασανιστές μου».
Ο Κάππος δεν εξαργύρωσε ποτέ τα σημάδια που «φιλοτέχνησαν» πάνω σε ολόκληρο το κορμί του οι δεσμοφύλακές του. Ήταν κομμουνιστής. Κανονικός. Στα λόγια και στα έργα. Γι’ αυτό και ήταν ένας από εκείνους τους ξεχωριστούς που σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή, μια ολόκληρη γενιά.
Σε ένα δημοσίευμα των «Νέων» (27-28 Οκτωβρίου 2000) ο αείμνηστος Γιάννης Διακογιάννης σημείωνε:
«Οκτώ χρόνια από τότε που πήρε τη βουλευτική σύνταξη, δίνει χωρίς ποτέ να βαρυγκωμήσει, το μεγαλύτερο τμήμα της στη μακρινή Κούβα και στο ΚΚΕ . Και αν δεν είναι σήμερα ενταγμένος σε αυτό συνεχίζει να το ψηφίζει. Ο κ. Κάππος, τελικώς, αν δεν έδινε τα χρήματα του στη χώρα όπου αγωνίστηκε ο Τσε Γκεβάρα και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά τα έπαιζε στο Χρηματιστήριο, αξιοποιώντας τις οικονομικές του γνώσεις, ίσως με τα 40.000.000 που πρόσφερε από το 1992 (200.000 δρχ. τον μήνα στην Αβάνα και άλλα τόσα στο ΚΚΕ) να ήταν σήμερα πλούσιος».
Στην ίδια εκείνη συνέντευξη είχε ρωτηθεί γιατί συνέχιζε να ενισχύει το ΚΚΕ παρότι δεν ήταν πια βουλευτής και κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος και είχε πάψει να είναι οργανωμένος σε αυτό μετά την αποχώρησή του και την διαφωνία του με την κυβέρνηση Τζανετάκη: «…με το ΚΚΕ δεν προσμένεις σε οφίτσια, τιμές και απολαβές. Ε, αυτό δεν είναι και λίγο! Μου αρέσει»,απαντούσε…
Ο Κάππος δεν έγινε ποτέ πλούσιος με την έννοια των πολιτικών αντιπάλων του. Δεν το είχε ανάγκη: «… πέρα από τα χρήματα, υπάρχουν οικουμενικές αξίες, υπάρχουν ιδανικά. Οι αστοί ιδεολόγοι, βέβαια δεν καταλαβαίνουν από τέτοια γιατί η ιδεολογία τους χωρίς οικονομική στήριξη είναι ανύπαρκτη», έγραφε. Έζησε μαζί με την συντρόφισσά του την Πόπη και τα δυο τους παιδιά, τον Θανάση και την Φωτεινή, σε ένα μικρό τριάρι, στο Γκύζη. Εκεί πέθανε.
Ο Κάππος έζησε και πέθανε όπως έλεγε ο Γληνός: «Έχουμε μια ιδεολογία με την οποία ή για την οποία πεθαίνουμε», απαντούσε ο Κάππος όταν τον ρωτούσαν να σχολιάσει τις θεωρίες για το «τέλος των ιδεολογιών» («Ριζοσπάστης», 2005).
Δεν υπήρξε μάχη για την υπεράσπιση των αρχών του, της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία, δεν υπήρξε μικρός ή μεγάλος αγώνας για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων που ο Κάππος δεν ήταν εκεί. «Χαμένοι αγώνες είναι αυτοί που δεν γίνονται»,έλεγε ο Κάππος.
Ο Κάππος ήταν ένας άνθρωπος που δεν έπαψε μέχρι την τελευταία στιγμή να ψάχνει, να σκέφτεται, να αμφιβάλει, να αναζητά απαντήσεις: «… αν τα φαινόμενα ταυτίζονταν με την ουσία, δεν θα χρειαζόταν καμία επιστήμη», επαναλάμβανε μνημονεύοντας τον Μαρξ.
Δεν έχασε ποτέ την εμπιστοσύνη του στον άνθρωπο. «Δεν υπάρχει αναλλοίωτη ανθρώπινη φύση,έλεγε. Ο άνθρωπος μεταβάλλεται με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών. Απέναντι στους κήρυκες του ατομικού συμφέροντος υπάρχουν οι άνθρωποι του πνεύματος, οι επαναστάτες, τα μαρξιστικά κόμματα που αγωνίζονται και θυσιάζονται για την ανθρώπινη απελευθέρωση» έγραφε λίγο πριν το θάνατό του («Ελευθεροτυπία», 2005).
Ο Κάππος ήταν άνθρωπος της δράσης και της σκέψης. Όταν στην Ελλάδα έδιναν και έπαιρναν τα ευρω-πανηγύρια, ο Κάππος με αφορμή την έλευση του ευρώ εξηγούσε: «… τώρα που δεν θα μπορεί να υποτιμηθεί το εθνικό νόμισμα θα πιέζονται προς τα κάτω οι μισθοί και τα μεροκάματα» («Νέα», 2000). «Η Αργεντινή δεν είναι μακριά», έγραφε στην ίδια εφημερίδα, ήδη από το 2002.
Ο Κάππος ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. Εργάτης και διανοούμενος μαζί. Η ζωή του υπήρξε μια εκκωφαντική διάψευση της ανόητης θεωρίας ότι η ένταξη ενός διανοούμενου στον οργανωμένο αγώνα, στον αγώνα του λαού, στον κομμουνιστικό αγώνα, οδηγεί στην «ισοπέδωση της προσωπικότητας». Η προσωπικότητά του Κάππου, οι ιδιαίτερες αρετές του αναδείχτηκαν ακριβώς εκεί: Μέσα στο συλλογικό αγώνα.
Όλα όσα ειπώθηκαν για τον Κώστα ήταν έτσι. Τίποτα παραπανίσιο. Τίποτα ψεύτικο. Ευγενικός, προσηνής και ταυτόχρονα απαιτητικός με τους συνεργάτες του. Μελετητής και ταυτόχρονα μαθητής σε κάθε του βήμα. Ακέραιος και συνεπής. Έντιμος. Ευθύς. Ντόμπρος.Ήταν «κύριος» με κεφαλαίο «Κ». Γιατί ο Κάππος ήταν φτιαγμένος από εκείνη τη σπάνια στόφα που, όπως έλεγε ο Μαγιακόφσκι, φτιάχνονται οι «ανθρώπινοι άνθρωποι». Γιατί ο Κάππος ήταν Κομμουνιστής. Όταν άλλοι πανηγύριζαν για την επερχόμενη και διαρκή «ευημερία» που θα γνώριζε η Ελλάδα στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, εκείνος – άρθρο στην εφημερίδα «Τα Νέα» το 2000 – τόνιζε: «Η κατάσταση για τη χώρα μας θα χειροτερέψει μετά την ένταξη στην ΟΝΕ (…). Κατά συνέπεια θα έχουμε για τους εργαζόμενους λιτότητα χωρίς τέλος».
Η ορθότητα των εκτιμήσεών του δεν προέκυπτε από κάποιες μαντικές ή προφητικές ικανότητες. Ήταν απόρροια των ταξικών εργαλείων ανάλυσης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. «Εμείς – έλεγε στην «Ελευθεροτυπία» το 2004 – επιμένουμε στην πραγματικότητα, που είναι η ύπαρξη της ταξικής πάλης και το διακηρύσσουμε πανηγυρικά ψηφίζοντας ΚΚΕ».
«Ονομάζεται Κώστας Κάππος, είναι 37 ετών πατέρας ενός ανήλικου αγοριού. Στις 25 Απριλίου 1968 το απόγευμα συνελήφθη. Κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια ένα μήνα και μετά οδηγήθηκε στο Διόνυσο. Βασανίστηκε ένα μήνα εκεί και τον ξανάφεραν στην Ασφάλεια Αθηνών, από όπου οδηγήθηκε στη Λέρο. Καμία κατηγορία δεν απαγγέλθηκε εις βάρος του. Κανένας μάρτυρας δεν τον κατάγγειλε για τίποτα. Η δουλειά του ήταν λογιστής. Αρτιμελής, καλοφτιαγμένος, από τη φύση του. Το μόνο που δεν ήξερε ήταν η αντοχή του. Αυτή την δοκίμασε στον Διόνυσο και αργότερα στο Μπογιάτι. Όσοι τον ήξεραν πριν, είδαν ότι τόσο η φυσιογνωμία του, όσο και η διάπλαση του είχαν αλλοιωθεί. Τα βασανιστήρια είχαν αλλοιώσει τη διάπλαση και τη μορφή του. Δεκαέξι βασανιστές, εκτός από εκείνους που έδιναν μόνο ξύλο, όργωσαν κυριολεκτικά το κορμί του. Νοσηρές διάνοιες, σατανικοί εφευρέτες. Τέσσερεις στο Διόνυσο, 12 στο Μπογιάτι. (…) 500 περίπου (οι) ώρες βασανιστηρίων, που συνολικά πέρασε σε μπουντρούμια, φυλακές, στα κρατητήρια και στις απομονώσεις (…)».
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Επανάσταση που έρχεται»,
Επιλογή από άρθρα, κείμενα, συνεντεύξεις του Κώστα Κάππου,
εκδόσεις «Αλήθεια»).
Δεκαέξι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο του Κώστα Κάππου. Αυτού του μοναδικού ανθρώπου. Που όταν τον ρωτούσαν για τις αντιπάθειές του, εκείνος απαντούσε: «Εγώ δεν αντιπαθώ κανέναν, ούτε τους βασανιστές μου».
Ο Κάππος δεν εξαργύρωσε ποτέ τα σημάδια που «φιλοτέχνησαν» πάνω σε ολόκληρο το κορμί του οι δεσμοφύλακές του. Ήταν κομμουνιστής. Κανονικός. Στα λόγια και στα έργα. Γι’ αυτό και ήταν ένας από εκείνους τους ξεχωριστούς που σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή, μια ολόκληρη γενιά.
Σε ένα δημοσίευμα των «Νέων» (27-28 Οκτωβρίου 2000) ο αείμνηστος Γιάννης Διακογιάννης σημείωνε:
«Οκτώ χρόνια από τότε που πήρε τη βουλευτική σύνταξη, δίνει χωρίς ποτέ να βαρυγκωμήσει, το μεγαλύτερο τμήμα της στη μακρινή Κούβα και στο ΚΚΕ . Και αν δεν είναι σήμερα ενταγμένος σε αυτό συνεχίζει να το ψηφίζει. Ο κ. Κάππος, τελικώς, αν δεν έδινε τα χρήματα του στη χώρα όπου αγωνίστηκε ο Τσε Γκεβάρα και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά τα έπαιζε στο Χρηματιστήριο, αξιοποιώντας τις οικονομικές του γνώσεις, ίσως με τα 40.000.000 που πρόσφερε από το 1992 (200.000 δρχ. τον μήνα στην Αβάνα και άλλα τόσα στο ΚΚΕ) να ήταν σήμερα πλούσιος».
Στην ίδια εκείνη συνέντευξη είχε ρωτηθεί γιατί συνέχιζε να ενισχύει το ΚΚΕ παρότι δεν ήταν πια βουλευτής και κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος και είχε πάψει να είναι οργανωμένος σε αυτό μετά την αποχώρησή του και την διαφωνία του με την κυβέρνηση Τζανετάκη: «…με το ΚΚΕ δεν προσμένεις σε οφίτσια, τιμές και απολαβές. Ε, αυτό δεν είναι και λίγο! Μου αρέσει»,απαντούσε…
Ο Κάππος δεν έγινε ποτέ πλούσιος με την έννοια των πολιτικών αντιπάλων του. Δεν το είχε ανάγκη: «… πέρα από τα χρήματα, υπάρχουν οικουμενικές αξίες, υπάρχουν ιδανικά. Οι αστοί ιδεολόγοι, βέβαια δεν καταλαβαίνουν από τέτοια γιατί η ιδεολογία τους χωρίς οικονομική στήριξη είναι ανύπαρκτη», έγραφε. Έζησε μαζί με την συντρόφισσά του την Πόπη και τα δυο τους παιδιά, τον Θανάση και την Φωτεινή, σε ένα μικρό τριάρι, στο Γκύζη. Εκεί πέθανε.
Ο Κάππος έζησε και πέθανε όπως έλεγε ο Γληνός: «Έχουμε μια ιδεολογία με την οποία ή για την οποία πεθαίνουμε», απαντούσε ο Κάππος όταν τον ρωτούσαν να σχολιάσει τις θεωρίες για το «τέλος των ιδεολογιών» («Ριζοσπάστης», 2005).
Δεν υπήρξε μάχη για την υπεράσπιση των αρχών του, της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία, δεν υπήρξε μικρός ή μεγάλος αγώνας για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων που ο Κάππος δεν ήταν εκεί. «Χαμένοι αγώνες είναι αυτοί που δεν γίνονται»,έλεγε ο Κάππος.
Ο Κάππος ήταν ένας άνθρωπος που δεν έπαψε μέχρι την τελευταία στιγμή να ψάχνει, να σκέφτεται, να αμφιβάλει, να αναζητά απαντήσεις: «… αν τα φαινόμενα ταυτίζονταν με την ουσία, δεν θα χρειαζόταν καμία επιστήμη», επαναλάμβανε μνημονεύοντας τον Μαρξ.
Δεν έχασε ποτέ την εμπιστοσύνη του στον άνθρωπο. «Δεν υπάρχει αναλλοίωτη ανθρώπινη φύση,έλεγε. Ο άνθρωπος μεταβάλλεται με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών. Απέναντι στους κήρυκες του ατομικού συμφέροντος υπάρχουν οι άνθρωποι του πνεύματος, οι επαναστάτες, τα μαρξιστικά κόμματα που αγωνίζονται και θυσιάζονται για την ανθρώπινη απελευθέρωση» έγραφε λίγο πριν το θάνατό του («Ελευθεροτυπία», 2005).
Ο Κάππος ήταν άνθρωπος της δράσης και της σκέψης. Όταν στην Ελλάδα έδιναν και έπαιρναν τα ευρω-πανηγύρια, ο Κάππος με αφορμή την έλευση του ευρώ εξηγούσε: «… τώρα που δεν θα μπορεί να υποτιμηθεί το εθνικό νόμισμα θα πιέζονται προς τα κάτω οι μισθοί και τα μεροκάματα» («Νέα», 2000). «Η Αργεντινή δεν είναι μακριά», έγραφε στην ίδια εφημερίδα, ήδη από το 2002.
Ο Κάππος ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. Εργάτης και διανοούμενος μαζί. Η ζωή του υπήρξε μια εκκωφαντική διάψευση της ανόητης θεωρίας ότι η ένταξη ενός διανοούμενου στον οργανωμένο αγώνα, στον αγώνα του λαού, στον κομμουνιστικό αγώνα, οδηγεί στην «ισοπέδωση της προσωπικότητας». Η προσωπικότητά του Κάππου, οι ιδιαίτερες αρετές του αναδείχτηκαν ακριβώς εκεί: Μέσα στο συλλογικό αγώνα.
Όλα όσα ειπώθηκαν για τον Κώστα ήταν έτσι. Τίποτα παραπανίσιο. Τίποτα ψεύτικο. Ευγενικός, προσηνής και ταυτόχρονα απαιτητικός με τους συνεργάτες του. Μελετητής και ταυτόχρονα μαθητής σε κάθε του βήμα. Ακέραιος και συνεπής. Έντιμος. Ευθύς. Ντόμπρος.Ήταν «κύριος» με κεφαλαίο «Κ». Γιατί ο Κάππος ήταν φτιαγμένος από εκείνη τη σπάνια στόφα που, όπως έλεγε ο Μαγιακόφσκι, φτιάχνονται οι «ανθρώπινοι άνθρωποι». Γιατί ο Κάππος ήταν Κομμουνιστής. Ήταν τύχη να τον έχεις σύντροφο. Ήταν τιμή να τον έχεις αντίπαλο.
Όσοι είχαμε την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσουμε ποτέ δεν εξηγήσαμε πραγματικά εκείνο που πρόβαλε μπροστά μας ανεπιτήδευτο: Πως γινόταν σε κάποιον σαν αυτόν – ήταν ο Κάππος! – να μην κολλάει επάνω του ούτε ένας κόκκος έπαρσης;
Ο Κώστας Κάππος δεν έπαψε ούτε στιγμή να υπερασπίζεται τις ιδέες του για μια καλύτερη κοινωνία. Το έκανε με κάθε κόστος. Είτε στα κρατητήρια της χούντας, είτε ως βουλευτής του ΚΚΕ από το 1974 μέχρι το 1989, είτε κατόπιν ως μισθοσυντήρητος λογιστής που αρνιόταν να κρατάει τα λογιστικά μεγάλων εταιρειών που «εκμεταλλεύονταν εργάτες».
«Την τιμή δεν την χάνεις ό,τι κι αν πουν οι άλλοι. Την τιμή μόνος σου μπορείς να τη χάσεις, με τα καμώματά σου»,συνήθιζε – μνημονεύοντας τον Ζαχαριάδη – να λέει στους φίλους του, χαμογελώντας με κείνο το δικό του χαμόγελο και κοιτώντας τους μέσα από τα χοντρά γυαλιά του.
Ο Κάππος είχε ένα ατράνταχτο επιχείρημα για τον λόγο που τον υποχρέωνε να κρατά ψηλά τη σημαία της τιμής και του καθήκοντος: «Το όνομα ‘‘Κάππος’’– έλεγε –γράφεται με δύο ‘‘Πι’’. Το πρώτο ανήκει σ΄ εμένα, το δεύτερο ανήκει στους άλλους…….»
Όσοι είχαμε την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσουμε ποτέ δεν εξηγήσαμε πραγματικά εκείνο που πρόβαλε μπροστά μας ανεπιτήδευτο: Πως γινόταν σε κάποιον σαν αυτόν – ήταν ο Κάππος! – να μην κολλάει επάνω του ούτε ένας κόκκος έπαρσης;
Ο Κώστας Κάππος δεν έπαψε ούτε στιγμή να υπερασπίζεται τις ιδέες του για μια καλύτερη κοινωνία. Το έκανε με κάθε κόστος. Είτε στα κρατητήρια της χούντας, είτε ως βουλευτής του ΚΚΕ από το 1974 μέχρι το 1989, είτε κατόπιν ως μισθοσυντήρητος λογιστής που αρνιόταν να κρατάει τα λογιστικά μεγάλων εταιρειών που «εκμεταλλεύονταν εργάτες».
«Την τιμή δεν την χάνεις ό,τι κι αν πουν οι άλλοι. Την τιμή μόνος σου μπορείς να τη χάσεις, με τα καμώματά σου»,συνήθιζε – μνημονεύοντας τον Ζαχαριάδη – να λέει στους φίλους του, χαμογελώντας με κείνο το δικό του χαμόγελο και κοιτώντας τους μέσα από τα χοντρά γυαλιά του.
Ο Κάππος είχε ένα ατράνταχτο επιχείρημα για τον λόγο που τον υποχρέωνε να κρατά ψηλά τη σημαία της τιμής και του καθήκοντος: «Το όνομα ‘‘Κάππος’’– έλεγε –γράφεται με δύο ‘‘Πι’’. Το πρώτο ανήκει σ΄ εμένα, το δεύτερο ανήκει στους άλλους…….»
Πηγή: imerodromos.gr