2-7 -2021 ...
2-7 -2021
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΙΟΛΑΣ: «Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΥΠΟΦΕΡΕΙ ΚΑΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΕΙ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΤΟΝΤΑΣ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ»
Ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Αργολίδας Γιάννης Γκιόλας ήταν ιδιαίτερα επιθετικός
στην χθεσινοβραδινή ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής, για το Μεσοπρόθεσμο
πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025 που απεικονίζει την οικονομική
πολιτική που σχεδιάζει η Κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Τόνισε με
έμφαση ότι οι οικονομικοί δείκτες που «εφευρίσκει» το επιτελείο του Υπουργείου
Οικονομικών ουδεμία σχέση έχουν με τη ζοφερή πραγματικότητα που βιώνει ο κόσμος
της εργασίας αλλά και με το δυσοίωνο μέλλον που μας επιφυλάσσει η πολιτική της.
Παρέθεσε τα
πραγματικά στοιχεία που μαρτυρούν την υπάρχουσα ύφεση, που ούτε κατά φαντασία
δεν θα εμφανίσει στο εγγύς μέλλον αντίστροφη πορεία ανάκαμψης και μάλιστα με ασύλληπτα
πρωτογενή πλεονάσματα.
Επισήμανε την μείωση μισθών εξαρτημένης εργασίας και
την εκτίναξη των φόρων από την Κυβέρνηση της ΝΔ από το επόμενο έτος και μέχρι
το 2025, παρά τις προεκλογικές της διακηρύξεις περί του αντιθέτου.
Ανέδειξε τη
δυστοκία του τραπεζικού συστήματος να διοχετεύσει ρευστότητα στις μικρομεσαίες
και πολύ μικρές επιχειρήσεις παρ’ ότι οι τράπεζες επιδοτήθηκαν από το Ταμείο Ενίσχυσης
το τελευταίο έτος με 12 δις ευρώ που προτιμούν να κρατούν στο Ταμείο τους,
ακολουθώντας δικά τους αντικοινωνικά κριτήρια.
Υποστήριξε τη
σημαντική συμβολή της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κατά την τετραετία 2015-19 στην
εξοικονόμηση πόρων και κεφαλαίων, μέσα από τη συνετή διαχείριση, τα οποία βοήθησαν
να αντεπεξέλθει η χώρα στις δυσκολίες της πανδημίας και να σταθεί η κοινωνία
όρθια.
Παρακολουθήστε
ολόκληρη την ομιλία του Γ. Γκιόλα:
Ακολουθεί
ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας:
Κάποτε στη
χώρα μας, σύμφωνα με τη ρήση παλαιού έμπειρου πολιτικού όταν οι αριθμοί
ευημερούν να δυστυχούν οι άνθρωποι.
Στην παρούσα
χρονική επειδή εμφανίζεται μια δυστοκία με τους αριθμούς οι υπεύθυνοι μια
δυστοκία με τους αριθμούς οι υπεύθυνοι για το σχεδιασμό της Οικονομίας
αρέσκονται να προβάλλουν δείκτες οικονομικής συγκυρίας.
Δείκτες
οικονομικού κλίματος, δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών σε διάφορους τομείς
της Οικονομίας και δείκτες εμπιστοσύνης του καταναλωτή.
Στην
πραγματικότητα πρόκειται για αμφίβολης αξίας, βραχυχρόνιων και αορίστως
αξιολογημένων δεδομένων, που περισσότερο υποκειμενικές εκτιμήσεις απηχούν και
αντίστοιχες υποκειμενικές προθέσεις υποδεικνύουν.
Στο τελικό
κείμενο του Μεσοπρόθεσμου πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής με πυξίδα παράγοντες σαν τους ανωτέρω
υιοθετείται ένα σενάριο, σύμφωνα με το οποίο η χώρα μπαίνει σε γραμμή παραγωγής
πλεονασμάτων από το 2023,με τον πήχη να τοποθετείται στο 2% του ΑΕΠ, ανερχόμενο σταδιακά στο 2,8% του ΑΕΠ για το
2024 και στο 3,7% για το 2025, ποσοστό
που ξεπερνά ακόμη και τις δεσμεύσεις προς τους θεσμούς που προβλέπουν πλεόνασμα
2,2% του ΑΕΠ.
Είναι γνωστό ότι
για το τρέχον και το επόμενο έτος, δηλαδή το 2021 και το 2022ισχύει η γενική
ρήτρα διαφυγής, που επιτρέπει την απόκλιση από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς
κανόνες αλλά από το 2023 μπαίνουν ξανά τα κεφάλια μέσα και με βαρύτερους αυτή
τη φορά όρους (αλλά και επαχθέστερους φόρους), δεδομένου ότι το ύψος της
προσαρμογής αγγίζει τα 16 δις ευρώ.
Συγχωρείστε με
αλλά όλα αυτά είναι κυρίως εγκεφαλικές κατασκευές που δεν στηρίζονται καθόλου
σε ασφαλή δεδομένα αλλά υπηρετούν το αφήγημά σας ότι η Ελλάδα επιστρέφει ταχέως
στην κανονικότητα. Έτσι καθορίσατε ένα πρωτογενές πλεόνασμα του 2% για το 2023,
που καθ’υπολογισμό και βασιζόμενοι σε άδηλες προβλέψεις για την εξέλιξη των
μακροοικονομικών δεικτών και σας προέκυψε ανάπτυξη της τάξης του 3,5 – 4,7%,με
επακόλουθο την εκτίναξη των φόρων από 24,46 δις το 2020 σε 28,60 το 2022 και
συνεχή ετήσια άνοδο κατά 2 περίπου δις στα επόμενα έτη μέχρι και το 2025,
τελευταίο έτος του χρονικού διαστήματος
που αφορά το συγκεκριμένο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο.
Θα προχωρήσω
σε μία ακόμη εισαγωγική παρατήρηση. Παίρνω αφορμή από την αναφορά σας στην
εμπιστοσύνη που απολαμβάνει η χώρα τόσο στις αγορές, όσο και μεταξύ των εταίρων
και πιστωτών της, όπως αυτή αντανακλάται στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων,
που βρίσκονται σήμερα σε ιστορικά χαμηλά. Συχνά μάλιστα στον δημόσιο λόγο
πολιτικών στελεχών σας γίνεται μία αδόκιμη σύγκριση με τα ποσοστά του 3%
περίπου της πρώτης εξόδου της χώρας μας αμέσως μετά την έξοδο από τα μνημόνια
και του χαμηλότερου ποσοστού των προσφάτων ποσοστών των δεκαετών ομολόγων που
περίπου άγγιξε το 1%.
Οφείλουμε
επομένως στην αυτάρεσκη και αυτοεπαινετική λογική σας να απαντήσω ότι:
1. Ήταν η
ύπαρξη του αποθεματικού των 37 δις που μετά κόπων και βασάνων εξασφαλίσαμε για
να μπορούμε να βγαίνουμε στις αγορές, άνευ πιέσεων και εκβιασμών. Μεγάλο μέρος
του αποθεματικού αυτού μάλιστα χρησιμοποιήθηκε για να αποτρέψει τα υπέρογκα
δεινά εκ της πανδημίας.
2. Τη
διάθεση εύκολου και προσιτού χρήματος που ορθώς επελέγη από την ΕΚΤ, αφού άλλως
θα οδηγούμασταν σε κατρακύλα των αδύνατων οικονομικά χωρών, με αλυσιδωτές
επιδράσεις σε όλη την Ε.Ε.
3. Όπως
επί λέξει αναφέρεται και στο Κεφάλαιο των Μακροοικονομικών εξελίξεων:
«Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν και το Πρόγραμμα PEPP (Pandemic Emergency Purchase
Programme). Διότι η επεκτατική νομισματική πολιτική συγκράτησε τις αποδόσεις
των κρατικών τίτλων σε χαμηλά επίπεδα και παρείχε φθηνή χρηματοδότηση σε όλες
ανεξαιρέτως τις χώρες – μέλη της ζώνης του ευρώ, συμβάλλοντας αποτελεσματικά
στον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας.
Απευχόμαστε μάλιστα μία δυσοίωνη εκτίμηση που
δημοσιεύτηκε πρόσφατα, για προσδοκώμενη άνοδο του επιτοκίου των μελλοντικών
εκδόσεων λόγω ντιρεκτίβας ενός από τους μεγαλύτερους παίκτες της παγκόσμιας
αγοράς ομολόγων, της City –για σορτάρισμα των ελληνικών ομολογιακών εκδόσεων. Γεγονός
που αν επαληθευτεί σημαίνει ότι θα πέσουν οι αξίες τους και έτσι θα ανεβεί το
επιτόκιο των μελλοντικών εκδόσεων.
Θα προχωρήσω
στη συνέχεια σε ορισμένες καίριες επισημάνσεις που αφορούν σε μείζονα θέματα
απασχολούντα την ελληνική οικονομία.