Με την ανακοίνωση του αριθμού των εισακτέων (77.415 δηλαδή 555 λιγότερες από πέρσι), του προγράμματος των εξετάσεων και των συντελεστών της...
Με την ανακοίνωση του αριθμού των εισακτέων (77.415 δηλαδή 555 λιγότερες από πέρσι), του προγράμματος των εξετάσεων και των συντελεστών της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ), έκλεισαν οι τυπικές εκκρεμότητες του ΥΠΑΙΘ με τις Πανελλαδικές Εξετάσεις και τους 100.000 περίπου υποψήφιους.
Μια διεξοδική ματιά στις συνθήκες και στους όρους εισαγωγής στις φετινές Πανελλαδικές Εξετάσεις φανερώνει ότι το υπουργείο Παιδείας έχει στήσει έναν πολυπλόκαμο μηχανισμό αναχαίτισης των υποψηφίων.
Αν η επιβολή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, ως δρεπανηφόρο άρμα, θα κόψει την είσοδο σε χιλιάδες υποψηφίους, ένας άλλος αθέατος κόφτης, με την χθεσινή ανακοίνωση του αριθμού εισακτέων, στήθηκε: Η παγίδα της ανακατανομής των θέσεων εισακτέων.
Να το πούμε καθαρά: Η μείωση των θέσεων εισακτέων σε Αθήνα – Θεσσαλονίκη όπου κατοικοεδρεύει η πλειονότητα των υποψηφίων σε συνδυασμό με το υψηλό, στη χώρα μας, ιδιωτικό κόστος σπουδών για τους σπουδαστές εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας, εισάγει έντεχνα και ύπουλα στους τελευταίους και στις οικογένειές τους ένα κεντρικό δίλημμα: Ή να σπουδάσει το παιδί σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας που συνήθως δεν είναι και της επιλογής του και να κοστίσει 7-8.000 ετησίως ή να απευθυνθεί στα κολέγια που το ΥΠΑΙΘ φρόντισε το πτυχίο τους να έχει πλέον τα ίδια εκπαιδευτικά και επαγγελματικά δικαιώματα, που θα κάνουν τις «σπουδές» της επιλογής τους, που θα ολοκληρώσουν τις «σπουδές» τους νωρίτερα και απλά θα χρεωθούν κάτι παραπάνω.
ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ
Σύμφωνα με το ΥΠΑΙΘ, η ανακατανομή του αριθμού των θέσεων υπέρ των περιφερειακών ΑΕΙ και σε βάρος των κεντρικών (κυρίως Αθήνας – Θεσσαλονίκης) ΑΕΙ έχει στόχο «να περιοριστούν οι απώλειες σε περιφερειακά τμήματα χαμηλής ζήτησης λόγω της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ) που θεσμοθέτησε».
Ωστόσο η μείωση του αριθμού εισακτέων στα Πανεπιστήμια Αθήνας – Θεσσαλονίκης, δηλαδή στα αστικά κέντρα όπου κατοικοεδρεύει η πλειονότητα των υποψηφίων της χώρας (άρα υπάρχει αυξημένη ζήτηση) είναι σίγουρο ότι αφενός δημιουργεί ανοδικές τάσεις στις βάσεις εισαγωγής τους, αφετέρου, αποκλείει μεγαλύτερο αριθμό υποψηφίων σε σχέση με πέρσι ή πρόπερσι.
Για να δώσουμε ένα ενδεικτικό παράδειγμα: Στις παιδαγωγικές σπουδές το ΕΚΠΑ χάνει 21 θέσεις σε σχέση με πέρσι και το ΑΠΘ χάνει 32. Σημαντική απώλεια η οποία ανεβάζει τον πήχη για την πιο δημοφιλή σχολή του 1ου επιστημονικού πεδίου είναι οι 35 λιγότερες θέσεις στη Νομική Αθηνών. Απώλειες της τάξης των 40 εισακτέων έχει το ΑΠΘ στις σπουδές Φιλοσοφικής, Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής. Στην Επιστήμη Τροφίμων απώλειες έχουν τα κεντρικά τμήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης με μείωση εισακτέων κατά 10 σε κάθε τμήμα όπως και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής με 20 λιγότερους εισακτέους. Χάνει θέσεις επίσης η Πληροφορική στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο (Αθήνα), η Φυσικοθεραπεία στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, τα Μαθηματικά και η Φυσική στο ΕΚΠΑ και στο ΕΜΠ, η Γεωπονία και η Δασολογία στο ΑΠΘ, και η πλειονότητα των τμημάτων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.
Όπως είναι γνωστό και αποδεικνύεται και με τα υπάρχοντα στατιστικά δεδομένα οι σχολές και τα τμήματα των ΑΕΙ των μεγαλύτερων αστικών κέντρων της χώρας προσελκύουν τον μεγάλο όγκο των υποψηφίων. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την απουσία φοιτητικής μέριμνας που έκανε απαγορευτικό σε υποψήφιους χαμηλών εισοδημάτων να φοιτήσουν σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας, δημιούργησε ένταση των ανισοτήτων αφού ακόμη και η επιτυχία σε μια σχολή δεν σήμαινε και τη δυνατότητα φοίτησης για τον υποψήφιο. Ακόμη χειρότερα φέτος θα είναι τα πράγματα, καθώς οι οικονομικές συνθήκες είναι πιο επιβαρυμένες για μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού γεγονός που αυξάνει την αγωνία και το άγχος χιλιάδων υποψηφίων όχι μόνο για το αν θα πετύχουν την είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο αλλά και για την περίπτωση να μην υπάρχει η δυνατότητα οικονομικής κάλυψης της φοίτησής τους μετά την εισαγωγή τους.
Η αύξηση των θέσεων εισακτέων σε τμήματα περιφερειακών Πανεπιστημίων (πχ. Αιγαίου, Ιονίου, Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας κλπ πιθανόν να μετριάσει τις ανοδικές τάσεις των βάσεων εισαγωγής και τον αποκλεισμό υποψηφίων. Ωστόσο είναι σίγουρο ότι, για πολλούς υποψήφιους που θα πετύχουν την είσοδό τους σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας ή εκτός πραγματικών επιλογών τους, θα σημαίνει «εικονική επιτυχία», κοντολογίς χωρίς περιεχόμενο. Και αυτό γιατί η οικονομική αδυναμία στήριξης των σπουδών τους γρήγορα θα τους αναγκάσει να τις παρατήσουν αυξάνοντας έτσι το ποσοστό των λεγόμενων «μη ενεργών φοιτητών», που, από την άλλη, είναι και κριτήριο για καταργήσεις ή συγχωνεύσεις τμημάτων.
Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ
Ο αριθμός των τμημάτων ΑΕΙ μειώνεται φέτος κατά 4 και από τα 430 που ήταν πέρυσι γίνεται 426. Μικρή απώλεια θα πει κανείς. Ωστόσο, η κίνηση αυτή αποτελεί το πρώτο βήμα σε μία συνολική στρατηγική συγχωνεύσεων, καταργήσεων και περικοπών, με στόχο μια γενική αναδιάταξη του τοπίου της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Για την απόσπαση της συναίνεσης της κοινής γνώμης και την εξουδετέρωση των αντιδράσεων το υπουργείο Παιδείας προωθεί ανεπίσημα και σκόπιμα στον φιλοκυβερνητικό τύπο, Τμήματα ΑΕΙ που δεν έχουν διδάσκοντες ή Τμήματα στα οποία υπάρχουν μαθήματα που δεν έχουν κάποιον να τα διδάξει έτσι ώστε να δικαιολογήσει τις συγχωνεύσεις και τα “λουκέτα” που σχεδιάζει.
Προφανώς οι στρεβλώσεις είναι πολλές και οι ευθύνες βαραίνουν όλες τις κυβερνήσεις. Ωστόσο είναι τουλάχιστον υποκριτικό ο θύτης να κατηγορεί το θύμα για την κατάσταση του.