Ο εξαιρετικός δημιουργός ντοκιμαντέρ και δημοσιογράφος, Γιώργος Αυγερόπουλος, και το νέο του ντοκιμαντέρ «Παρόντες» τιμήθηκαν με το βραβείο...
Ο εξαιρετικός δημιουργός ντοκιμαντέρ και δημοσιογράφος, Γιώργος Αυγερόπουλος, και το νέο του ντοκιμαντέρ «Παρόντες» τιμήθηκαν με το βραβείο Ορφέας Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο Los Angeles Greek Film Festival.
Τιμήθηκε με το βραβείο Ορφέας Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο Los Angeles Greek Film Festival ο Γιώργος Αυγερόπουλος και το νέο του ντοκιμαντέρ «Παρόντες». Το ντοκιμαντέρ «Παρόντες», έχει θέμα την πανδημία στην Ελλάδα και τη διαχείρισή της σε μια χώρα, που δεν κατάφερε να συνέλθει από τις πληγές μιας δεκαετούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
«Μεγάλη χαρά και τιμή! Οι “Παρόντες” βραβεύτηκαν με το βραβείο Ορφέας Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο Los Angeles Greek Film Festival! Συγχαρητήρια στους νικητές και τους υποψήφιους όλων των κατηγοριών και ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κριτική επιτροπή, στους διοργανωτές και φυσικά στους ανθρώπους του iMEdD, της Small Planet Productions και σε όλους τους συντελεστές που συνέβαλαν στο να γίνει αυτή η ταινία πραγματικότητα» σημειώνει ο ίδιος σε ανάρτηση του.
«Το ελάχιστο κράτος το οποίο προσπαθούσαν να διώξουν από πάνω τους, ξαφνικά έγινε αυτό που ρύθμιζε τις ζωές μας»
Πριν λίγο καιρό ο Γ. Αυγερόπουλος είχε μιλήσει στο ραδιόφωνο του TPP με αφορμή τη νέα του ταινία για την πανδημία «Παρόντες». Μιλώντας για το πώς ξεκίνησε να οραματίζεται το νέο του δημιούργημα είπε: «Νομίζω πως είναι προφανές πως υπάρχει ένας κόσμος πριν από τον κορωνοϊό, κι ένας κόσμος μετά από αυτόν. Νομίζω πως είναι από εκείνες τις πολύ σημαντικές ιστορικά στιγμές, που θα πρέπει να μείνουν, θα πρέπει να καταγραφούν. Έτσι λοιπόν, όταν άρχισε η πανδημία, αφενός το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν, δε σας κρύβω, να επικαιροποιήσω το «Αγορά ΙΙ Δεσμώτες», το οποίο μόλις είχε κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους, θα το θυμόσαστε, είχαμε μιλήσει και τότε, κι έτσι σιγά σιγά άρχισα να έρχομαι σε επαφή με το θέμα και με το τι γινόταν ειδικά στα νοσοκομεία, και με όλη την προβληματική που αρχίζει κι αναπτύσσεται, και την παγκόσμια συζήτηση, που αναπτύσσεται σχεδόν από την αρχή, η οποία δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι εδώ φάνηκε ξεκάθαρα, κατά τη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας, ότι το δόγμα που κυριάρχησε στις κοινωνίες μας τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η παντοδύναμη αγορά, το ελάχιστο κράτος, αυτό ακριβώς φάνηκε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός».
Αναφερόμενος στους «πρωταγωνιστές» του ντοκιμαντέρ είπε «ο καθένας από τους ανθρώπους μέσα στην ταινία, όλοι αυτοί οι ήρωες εξυπηρετούν την ταινία και την αφήγηση προκειμένου να γειώσουν την ταινία στο μικροεπίπεδο. Δηλαδή, υπάρχουν δύο επίπεδα, όπως έχετε αντιληφθεί, στην ταινία. Είναι, για να το πω απλά, η μεγάλη εικόνα και το focus στη γη, στο επίπεδο. Και υπάρχουν συγκεκριμένες, στοχευμένες περιπτώσεις ανθρώπων, και οι οποίες καλύπτουν πολλά πράγματα που ένας άνθρωπος μες στην πόλη, που είναι κλεισμένος στο διαμέρισμα του, ακόμα και σήμερα, και φοβάται, μπορεί να καταλάβει τι συνέβη στον διπλανό του, τι συνέβη στον αγρότη, που δεν τονίστηκε ποτέ, τι συνέβη στην πρωτογενή παραγωγή, κατά τη διάρκεια του Αυγούστου του 2020, και του καλοκαιριού του 2020».«Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι μια τεράστια απογοήτευση κι ένα πρόβλημα, τεράστιο, επιβίωσης και μία αγωνία για το αύριο. Όπως είναι όλων μας. Στην ουσία, σε κάνει να φανταστείς τον εαυτό σου μέσα σε όλο αυτό. Αυτές οι ατελείωτες σεκάνς με τα μπαλκόνια, τα πυκνά μπαλκόνια των πολυκατοικιών, με τα κτίρια, είναι ακριβώς για να αφήσω το χρόνο στον καθέναν εκεί μέσα, σε αυτή τη διάρκεια να αισθανθεί τον εαυτό του. Να σκεφτεί που ήταν ο ίδιος, τι έκανε, που ήταν στο δωμάτιο του, πότε έβγαινε στο μπαλκόνι…» πρόσθεσε.
«Το έργο για μένα λειτούργησε ως μία συνέχεια της τελευταίας μου δουλειάς. Και αυτό νομίζω ότι γίνεται εμφανές. Και, αν κάποιος, πράγματι, δει τρεις ταινίες, μπορεί να καλύψει δώδεκα χρόνια μέσα σε τέσσερις ώρες. Αυτό νομίζω πως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για τους μεταγενέστερους, τους ανθρώπους που θα έρθουν μετά από μας, μαζί με όλα αυτά που έχουν γραφτεί να υπάρχει κι ένα οπτικοακουστικό τεκμήριο, για όλη αυτή την περίοδο η οποία ξεκίνησε από την ευμάρεια, πήγε στην οικονομική καταστροφή, στη συνέχεια στην ελπίδα, μετά στην απογοήτευση, μετά στη συντήρηση, κι ενώ όλοι μας λέγανε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, και δεν υπάρχει τίποτε και παιδιά πρέπει να προσαρμοστείτε, σφίξτε κι άλλο το ζωνάρι, κάντε το ένα κάντε το άλλο, ιδιωτικοποιείστε, κάντε, δείξτε, έρχεται ένας κορωνοϊός ο οποίος ανατρέπει το σύμπαν. Ο οποίος όχι μόνον θέτει το θέμα της επιβίωσης αλλά ο οποίος αναδεικνύει και το θέμα του δημόσιου συστήματος υγείας, που ήθελαν να το καταστρέψουν τα προηγούμενα χρόνια. Αναδεικνύει το ρόλο των δημοσίων υπηρεσιών, ας πούμε, αναδεικνύει τη δύναμη του κράτους, ότι το κράτος δεν είναι διαχειριστής, ότι αν το κράτος θέλει, μπορεί να κάνει παπάδες. Και, αναδεικνύει επίσης το γεγονός ότι εμείς ως ενεργοί πολίτες δε μπορούμε να δεχόμαστε ατάκες του τύπου “ε, τι να κάνουμε… αυτά μπορούμε να κάνουμε ως πολιτεία”… Γιατί είδαμε ότι αν θέλουν μπορούν».
Όπως εξήγησε «εμείς δε θέλουμε ένα κράτος επιχειρηματία. Έτσι κι αλλοιώς. Σε καμμία περίπτωση. Εμείς θέλουμε ένα κοινωνικό κράτος. Ένα κράτος που να ενδιαφέρεται για τις δημόσιες υπηρεσίες που αφορούν άμεσα τη ζωή του ανθρώπου, όπως είναι η δημόσια υγεία, όπως είναι η παιδεία, και διάφοροι άλλοι τομείς, διάφορες άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Είναι κλασική ατάκα αυτή, περί του κράτους που δεν είναι καλός επιχειρηματίας. Θα είδατε ότι το λέει και η κυρία Μιράντα Ξαφά, που είναι νεοφιλελεύθερη, και το επαναλαμβάνει και ο κύριος Σκέρτσος. Είναι ακριβώς το ίδιο επιχείρημα. Αυτό το ίδιο επιχείρημα το έλεγαν και το 2013, θυμάμαι τον Αδώνι Γεωργιάδη, να μου το λέει, ότι «το κράτος δεν πρέπει να έχει, Γιώργο μου, ούτε περίπτερο!».. Αυτό είναι η κλασική νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, αυτή ακριβώς που φάνηκε να αποτυγχάνει, που απέτυχε, που δεν μπόρεσε να προσφέρει καμμία απολύτως λύση. Ήταν το κράτος εκείνο που μπήκε μπροστά, το κράτος αγόραζε αναπνευστήρες, το κράτος οργάνωνε τα νοσοκομεία, όλα στηρίχθηκαν πάνω στο κράτος. Και, αυτό ακριβώς πιστεύω ότι είναι ένα από τα μαθήματα που μας έδωσε η πανδημία. Το ελάχιστο κράτος το οποίο πρέσβευαν τα προηγούμενα χρόνια και προσπαθούσαν να διώξουν από πάνω τους ακόμη και τα νοσοκομεία, ξαφνικά έγινε αυτός που ρύθμιζε τις ίδιες μας τις ζωές. Άρα, δεν μπορεί να υπάρχει μίνιμουμ κράτος, το ζήτημα είναι πως οργανώνεις το κράτος, έτσι ώστε να είναι αποτελεσματικό, διότι δε φαντάζομαι κανένας μας να θέλει ένα αναποτελεσματικό, τεράστιο γιγαντιαίο, χοντρό κράτος. Όχι. Θέλουμε ένα ευέλικτο, ωραίο, σούπερ ντούπερ κράτος, που να έχει τις δομές εκείνες τις οποίες χρειαζόμαστε για να προχωρήσουμε μπροστά ως κοινωνία, ως μια δίκαιη κοινωνία».
Για τους υγειονομικούς που βρίσκονται εδώ και έναν χρόνο στην πρώτη γραμμή είπε ότι θα τους χαρακτήριζε ήρωες. «Πρέπει να το καταλάβουν όλοι, ότι αν δεν υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι θα θρηνούσαμε πολύ περισσότερα θύματα, από ότι σήμερα. Δουλεύουν με αυτοθυσία, και σε πάρα πολύ κακές συνθήκες, για ελάχιστα χρήματα, κατά τη γνώμη μου, γι’ αυτό που κάνουν, και αυτή τη στιγμή προσφέρουν στην κοινωνία». «Είναι ένα μάθημα ακόμη. Το αξιόμαχο σύστημα και το υψηλού επιπέδου σύστημα υγείας που έχεις ως χώρα, και γιατί το έχεις;, γιατί έχεις επενδύσει σε αυτό, δεν το έχεις απομειώσει και δεν είναι ότι έχεις πάρει υπέροχα μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας, γιατί τα ντουβάρια και τα μηχανήματα δε θεραπεύουν από μόνα τους, έχεις πάρει προσωπικό, έχεις πάρει νοσηλευτές, έχεις πάρει γιατρούς, τους οποίους τους θεωρείς επένδυση και όχι βάρος, και τους πληρώνεις σωστά, γιατί έχουν φάει τα χρόνια τους, για να σε σώσουν όταν θα χρειαστεί. Γιατί θα χρειαστεί. Και θα χρειαστεί και άλλες φορές. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω την ατάκα που ειπώθηκε χθες, από τον κο Σκέρτσο, ότι στο δημόσιο σύστημα υγείας έχουμε κάνει τα πάντα και δε μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Μου φάνηκε σαν λευκή σημαία αυτό» κατέληξε.