Page Nav

HIDE

Breaking News:

FALSE
HIDE_BLOG
latest

Τάσος Ηλιάδης: Υφάντρα, Σακουλοπαπαδίτσα. "Ζούσε μια φορά κι έναν καιρό μια υφάντρα ξακουστή, η Μόρφω..."

 Υφάντρα, Σακουλοπαπαδίτσα. «Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει…» Ζούσε μια φορά...


 Υφάντρα, Σακουλοπαπαδίτσα.

«Κόκκινη κλωστή δεμένη,

στην ανέμη τυλιγμένη,

δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει,

παραμύθι ν’ αρχινίσει…»

Ζούσε μια φορά κι έναν καιρό μια υφάντρα ξακουστή, η Μόρφω, που από τότες που απόθανε ο άντρας της ο κυρ-Αντωνάκης, ζούσε πουλώντας τα υφαντά της στη Χώρα. Όλοι είχανε να το λένε για την τέχνη της και το πώς ταίριαζε τα ξόμπλια και τα χρώματα για να ανιστορήσει κήπους με λουλούδια και πουλιά εξωτικά, καβαλάρηδες και πειρατές, μάγισσες και ξωθιές, ταξίδια στους δρόμους της Ανατολής και του Βορρά και σπήλαια θαυμαστά με θησαυρούς.

Μιαν ημέρα ένας έμπορος πλούσιος πολύ και επαρμένος δίνει στη Μόρφω παραγγελιά να του φκιάσει ένα χαλί οπού να 'χει απάνω ούλο τον ουρανό με τ' άστρα, τη θάλασσα με τα ψάρια και τα κήτη, κι ούλη την Ιστορία των Ανθρώπων από τότες που χτίστηκε ο κόσμος κι ακόμη πιο πριν.

-Αν το φκιάσεις, θα σε γεμώσω χρυσάφι. Αν όχι, θα 'ρθουνε οι δούλοι μου και θα σου πάρουν το κεφάλι.

Τη Μόρφω την έπιασε απελπισία, γιατί πώς είναι δυνατόν να χωρέσεις σ' ένα χαλί τόσα πολλά ιστορούμενα, και πάλε ποιος τα ξεύρει όλα από την Κτίση του Κόσμου κι ακόμα πιο πριν;

Κεια που έκλαιγε, νάσου μπροστά της το φάντασμα του κυρ-Αντωνάκη.

-Να σταματήσεις τα κλάματα και τα μοιρολόγια και να πας στο ξωκκλήσι της Παναγιάς της Ανέμης, πέρα απ' τους πέντε κάμπους και τους επτά λόφους σε μέρη αγειτόνευτα. Και πίσω απ' την εκκλησιά θανά 'βρεις μια σαΐτα μαγική κι άστα ούλα επάνω στην Παναγιά.

Την επαύριο η Μόρφω ζαλώνει το γαϊδούρι ψωμοτύρι και φαγητό και νερό και σκεπάσματα και δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει για το ξωκκλήσι της Παναγιάς της Ανέμης, πέρα απ' τους πέντε κάμπους και τους επτά λόφους σε μέρη αγειτόνευτα.

Εκειά που επάγαινε μέσα στο ξεροβόρι, πέφτει πάνω στο συμμορία του Μηνά του λήσταρχου.

-Τι έχεις μωρή πάνω στο γαϊδούρι και τρέχεις γυναίκα μοναχή στις ερημιές;

-Τίποτα μαθές, αφέντη Μηνά, μα να ο έμπορος το και το μ' έβαλε να του φκιάσω ένα χαλί με την Ιστορία του Κόσμου και το φάντασμα του αντρός μου μού 'πε να πάγω στο ξωκκλήσι της Παναγιάς της Ανέμης. Μπας και ξέρεις πού είναι;

-Κι άμα σου πω, τι αντάλλαγμα θανα 'χω; Θες να 'ρθεις μαζί μου στα ξωσπήλια γυναίκα μου και να μαγειρεύεις κάνα φαΐ για τους άντρες μου;

-Άει στο Γέρο, σκύλε που είδες θηλυκό και το λιμπίστηκες!, λέει τότενες η Μόρφω και με τη βίτσα της δίνει μια στου λήσταρχου Μηνά το πρόσωπο και το σημάδεψε. Άψωσε ο Μηνάς και της αμολάει ένα χαστούκι.

-Σε ρώτησα. Αν ήθελα κάτι, το 'παιρνα και μοναχός μου.

Το σκέφτηκε η Μόρφω, ήτανε που 'χε να πάει και με άντρα καιρό, τι είχε να χάσει κι ο Μηνάς ήτανε κι άντρας εύμορφος, αψηλός και με μάτι τσακίρικο και μουστάκι λεβέντικο, και κάθησε με το ληστή ημέρας και νύκτας τρεις κι ο Μηνάς έπεσε στο σεβντά της.

Την τέταρτη ημέρα το πρωΐ, όπως ο Μηνάς κοιμόντανε πάει και σελώνει το μαύρο άλογό του και το σπηρουνίζει πέρα απ' τους τρεις λόφους και τους πέντε κάμπους και φτάνει σε μέρη αγειτόνευτα. Πάει και στο ξωκκλήσι της Παναγιάς της Ανέμης, ανάβει κι ένα κερί για την ψυχή του κυρ-Αντωνάκη και τρέχει πίσω απ' το ιερό, όπου κάτω από μια μεγάλη πέτρα βρίσκει μια χρυσή σαΐτα. Την έκρυψε στον κόρφο της και ξανακαβαλικεύει το μαύρο άλογο του λήσταρχου και ξεκινάει πάλε για το σπιτάκι της.

Όμως, ο δρόμος ήτονα μακρύς κι η Μόρφω πάνω στο άλογο αποκοιμήθηκε κι αυτό πήρε το δρόμο για το λημέρι του αφεντικού του του Μηνά.

-Δε σε αφήνω να πας πουθενά. Θα μείνεις εδώ και δε θα φύγεις, αν δε μου υφάνεις ένα καινούργιο πουκάμισο.

-Και αργαλειός;

Γελάει ο Μηνάς και τηνε πάει παραμέσα στη σπηλιά και βλέπει η Μόρφω αργαλειούς και πίνακες και υφάσματα και κοσμήματα που λαμποκοπούσανε.

Και καθόντανε η Μόρφω την ημέρα και ύφαινε το πουκάμισο του Μηνά με τη χρυσή σαΐτα και τα βράδια επλάγιαζε μαζίν του. Κι ύφανε με μεταξωτές κλωστές πάνω στο πανί λυράρηδες και άνθη, σπίτια και πλατείες, τζάκια και κουζίνες και τραπέζια με αχνιστά φαγητά και κάμαρες με ζευγάρια να σμίγουνε. Το τέλειωσε, το πότισε και μ' ανθόνερο, τ' απίθωσε πάνω στα σκεπάσματα και μια μέρα που λείπανε οι ληστές, παίρνει η Μόρφω το γαϊδουράκι της και κινάει πάλι για το χωριό της.

Κι έφκιασε τα υφάδια της και τα στημόνια της, τ' ανεμίδια και τις κλουβίστρες, τις τυλίχτρες και το χτένι και διαλέγει τα μαλλιά της κι αρχινάει.

Και πλούμιζε το χαλί με λουλούδια και άστρα κι ανθρώπους και ζώα και πολέμους και μάχες και γεννήσεις και θανάτους, ανυφαίνοντας την Ιστορία των ανθρώπων τα πίσω - μπρος αρχινώντας απ' τον καιρό μας. Κι όσο ύφαινε το τύλιγε και δεν έβλεπε πλιο τι ύφαινε. Κι έφτασε στον Πύργο της Βαβέλ και της Εδέμ του κήπους, κι ήφκιασε στη μέρα που πρωτογεννήθηκαν οι ανθρώποι, τα πουλιά, τα ζώα, τα ύδατα, ο Ήλιος, το Φεγγάρι και τ' άλλα αστέρια. Κι όλο τύλιγε το υφαντό της, μέχρι που ήφκιασε μόνο φως κι ύστερις μόνε σκότος κι ύστερις όλα τα χρώματα...

Πέρασε ένας χρόνος και το χαλί τελείωσε. Κι ήρθε ο έμπορος απ' τη Χώρα και το ξετύλιξε γρήγορα και το θαύμασε κι απίθωσε στο σπιτάκι της Μόρφως της υφάντρας ένα κασελάκι με χρυσά φλουριά.

Και πάει ο έμπορος στο αρχοντικό του και καλεί και κόσμο πολύν και προεστούς και προύχοντες με τις κυράδες τους κι ανοίγει το καινούργιο του χαλί με την Ιστορία του Κόσμου.

Και διαβάσανε ούλοι οι αρχόντοι κι αυτός μαζί πώς τιτιβίζουν τα πουλιά και πώς βρυχώνται τα θηρία και πως λυσσάνε οι θάλασσες και πώς πεθαίνουνε οι ανθρώποι και πώς γεννιούνται. Μα δεν προσέξανε πως το χαλί λίγο - λίγο ξηλωνόντανε στην αρχήν του που είχανε διαβάσει, αλλά μόνε πέφτανε στη μελέτη των σχημάτων, στις μάχες και στις πορθήσεις των κάστρων, στον Πύργο της Βαβέλ, στον Κήπο της Εδέμ με τις ωραίες μηλιές και τα πουλιά, στη γέννηση των ανθρώπων, των πουλιών, των ζώων και των υδάτων, του Ήλιου και της Σελήνης και των άλλων αστεριών, του φωτός και του ερέβους κι ύστερα είδανε χρώματα πολλά κι ακούστηκε θόρυβος μέγας και τρομερός και τους κυκλώσανε τα νήματα, κι εμφανίστηκε η Παναγιά η Αράχνη και τους ήφαγε ούλους.

Κι ο Μηνάς, φορώντας το πουκάμισο της Μόρφως κατάσαρκα, σέλωσε το άλογό του και την έκλεψε και τη στεφανώθηκε στο ξωκκλήσι της Παναγιάς της Ανέμης την ημέρα της μνήμης της Ιουλίττης, μάρτυρος εκ Καισαρείας.

Photo : tassos