Πέθανε πραγματικά ο Ιησούς της Ναζαρέτ στο Γολγοθά, ένα λόφο έξω απ’ την Ιερουσαλήμ, την άνοιξη του 33 μ.Χ.; Κι αν ναι, αναστήθηκε, εγέρθη...
Πέθανε πραγματικά ο Ιησούς της Ναζαρέτ στο Γολγοθά, ένα λόφο έξω απ’ την Ιερουσαλήμ, την άνοιξη του 33 μ.Χ.; Κι αν ναι, αναστήθηκε, εγέρθηκε απ’ τους νεκρούς; Ή μήπως η πίστη αυτή των απανταχού χριστιανών επί 2.000 σχεδόν χρόνια, είναι ένας ανεπιβεβαίωτος μύθος, που διαδόθηκε από στόμα σε στόμα για να ικανοποιήσει μια βαθύτερη ανθρώπινη ανάγκη και να εξυπηρετήσει κάποιες σκοπιμότητες; Ή ακόμη, μήπως, η όλη ιστορία υπήρξε μια καλοστημένη σκευωρία κάποιων κύκλων;
Στο πρώτο ερώτημα, οι περισσότεροι άνθρωποι θ’ απαντούσαν μάλλον καταφατικά, αφού τίποτα δεν θα τους εμπόδιζε ν’ αποδεχτούν την άποψη ότι επειδή ο Ιησούς της Γαλιλαίας κήρυττε μερικές καυστικές αλήθειες ήρθε σε σύγκρουση με το Ιουδαϊκό ιερατείο και το κατεστημένο, που, δυσαρεστημένο από τις διδαχές και το κίνημά του θέλησαν να τον εξουδετερώσουν. Οι περισσότεροι ερευνητές σήμερα δέχονται, ότι ο Ιησούς υπήρξε πραγματικά ως ιστορικό πρόσωπο, έδρασε στην Παλαιστίνη και ιδιαίτερα στη Γαλιλαία ανάμεσα στα έτη 26–36 μ.Χ. (καλύτερα ανάμεσα στα 30–33) και πέθανε πάνω σ’ ένα σταυρό με μαρτυρικό θάνατο κατά πάσα πιθανότητα όχι το 30 μ.Χ. αλλά στις 14 Νισαν του 33 μ.Χ., ήτοι στις 3 Απριλίου του έτους εκείνου.
Οι ιστορικοί σταματούν εκεί. Για το θέμα της εκ νεκρών αναστάσεως του Ιησού δεν έχουν να πουν, και δεν μπορούν ίσως, αφού σε περίπτωση αποδοχής της, ως γεγονότος, θα προσκρούσουν στο μεταφυσικό ερώτημα του αν γίνονται θαύματα και δη, αναστάσεις νεκρών. Ερώτημα που έθεσε επιτακτικά πριν από δύο αιώνες ο David Hume, αρνούμενος το θαύμα, διότι αντίκειται στους φυσικούς νόμους και στην ανθρώπινη εμπειρία. Ακόμα περισσότερο το θέμα αυτό αποκτά ενδιαφέρον γιατί: εδώ δεν πρόκειται για μια ανάσταση κάποιου νεκρού αλλά για την ανάσταση του Ιησού που ο ίδιος διακήρυξε ότι ήταν ο Μεσσίας (Χριστός) υιός του Θεού, ότι είχε προανθρώπινη ύπαρξη, ότι θα πέθαινε, θα ανίστατο και θα συνέχιζε μια μετα–ανθρώπινη ζωή. Το ερώτημα που τίθεται, βέβαια, είναι: Μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος του 21ου αι., ο άνθρωπος της επιστήμης και της τεχνολογίας, να τα πιστέψει και να τα αποδεχτεί όλα αυτά;
Απ’ την άλλη, η χριστιανική εκκλησία και οι χριστιανοί εν γένει, δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης αν η όλη ιστορία της ανάστασης, είναι ένας μύθος, μια αλληγορία, ή μια καλοστημένη απάτη, μια πλάνη ή μια αυταπάτη των μαθητών του Ιησού. Διότι, ο Μουσουλμανισμός, ο Βουδισμός, ο Ινδουισμός και οποιαδήποτε άλλη θρησκεία, μπορεί να υπάρχει και να λειτουργεί χωρίς την πίστη στην ανάσταση του ιδρυτή τους. Όχι όμως και ο Χριστιανισμός. Χωρίς την ανάσταση του Ιησού, ο Χριστιανισμός καταπίπτει.
Για το τι συνέβη την άνοιξη του έτους εκείνου, ο σύγχρονος ιστορικός έχει στη διάθεσή του αρχαία κείμενα, που μπορεί να τα ερευνήσει. Μπορεί να τ’ αφήσει να μιλήσουν μόνα τους, αφού αξιολογήσει την αξιοπιστία τους. Το πρώτο πράγμα που έχει να κάνει είναι να ξεκινήσει από το γεγονός του θανάτου. Να εξετάσει δηλαδή, αν οι πηγές μαρτυρούν το θάνατο του Ιησού επί του σταυρού. Στη συνέχεια να εξετάσει τις μαρτυρίες περί της αναστάσεως. Γιατί υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων που δεν μπορούν με τίποτα να παραγνωριστούν. Και στη συνέχεια, να βεβαιώσει την απόλυτη πεποίθηση των μαρτύρων αυτών περί της αναστάσεως του Ιησού, και τη συνέπεια της πεποίθησης αυτής στη ζωή τους.
Πέθανε ή λιποθύμησε ο Ιησούς επί του σταυρού;
Μια από τις συνηθισμένες αντιρρήσεις που εξακολουθούν να προβάλλουν όλοι αυτοί που αμφισβητούν την ανάσταση του Ιησού, είναι ότι ο Ιησούς δεν πέθανε πραγματικά επί του σταυρού. Απλά, λιποθύμησε, εξαντλημένος από την αιμορραγία και την ταλαιπωρία. Οι Ιουδαίοι και οι στρατιώτες πίστεψαν ότι ήταν νεκρός και τον άφησαν να ενταφιαστεί από τους μαθητές, αλλά αυτός συνήλθε αργότερα και επανέκαμψε ζωντανός ανάμεσα στους μαθητές του, που κήρυξαν έτσι την επάνοδό του στη ζωή, ως εκ νεκρών ανάσταση. Τη θεωρία αυτή την υποστήριξε για πρώτη φορά ο Ιταλός Venturini τον 18ο αι. και εξακολουθεί να έχει τους υποστηρικτές της και σήμερα, ανάμεσα σε πολλούς σκεπτικιστές και αρνητές. Πρόσφατα, υποστηρίχτηκε από μία ρηξικέλευθο συγγραφέα την Lena Einhorn η οποία στο βιβλίο της Τι συνέβη στο δρόμο για τη Δαμασκό, υποστήριξε, ότι ακριβώς ο Ιησούς επέζησε από τον σταυρό, και εμφανίστηκε μετά από χρόνια ως ο απόστολος Παύλος! Κάποια άλλη ευφάνταστη η αυστραλέζα Μπάρμπαρα Θίρινγκ υποστήριξε ότι με βάση τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας προκύπτει, τάχα, ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε στο Κουμράν και τάφηκε σ’ ένα σπήλαιο της Νεκράς Θάλασσας αλλά πρόκειτο για νεκροφάνεια… Αργότερα συνήλθε, με φάρμακο που του ’δωσε ο Σίμων ο Μάγος και παντρεύτηκε τη Μαρία τη Μαγδαληνή και τη Λυδία, και τελικά πέθανε στη Ρώμη!
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, ώστε να μπορεί κανείς να δίνει απλοϊκές εξηγήσεις και να κατασκευάζει βουνά από θεωρίες. Θα πρέπει κανείς να παραβλέψει σοβαρά γεγονότα και αξιόλογες μαρτυρίες για να υποστηρίξει κάτι τέτοια. Και άλλα προϊόντα, γόνιμης φαντασίας… .
Και αυτά είναι:
Πρώτον: Ο Ιησούς πριν σταυρωθεί σύμφωνα με τη ρωμαϊκή εκτέλεση και σύμφωνα με τις πηγές μας, τα Ευαγγέλια, μαστιγώθηκε μ’ ένα κοντό μαστίγιο (φραγγέλιο) με δερμάτινα λουριά διαφορετικού μήκους, στις άκρες των οποίων υπήρχαν μικρές σιδερένιας μπάλες. Τα χτυπήματα στην πλάτη του θύματος με δύναμη, προκαλούσαν βαθιά τραύματα και οι πληγές εκείνες επεκτείνονταν στους μυς της σπονδυλικής στήλης με αποτέλεσμα να προκαλούνται ρίγη και σπασμοί στους μυς της πλάτης. Το σώμα μετετρέπετο σε μια μάζα πρησμένης και ματωμένης σάρκας (Will Durant).
Σύμφωνα με τον καθηγητή της παθολογίας στο Παν/μιο Αθηνών Dr. Στέφανο Καραγιαννόπουλο, ο Ιησούς πέθανε επί του σταυρού, διότι η αιματίδρωση (ο ιδρώτας του φάνηκε να παίρνει τη μορφή αίματος στον κήπο της Γεθσημανή) είχε κάνει το δέρμα του ιδιαίτερα ευαίσθητο, ενώ η ψυχολογική πίεση σε συνδυασμό με την έλλειψη τροφής, νερού και ύπνου (αφού ανεκρίνετο ολόκληρη τη νύχτα), συνέβαλαν στην εξουδετέρωση του Ιησού πριν ακόμα ανέβει στο Σταυρό… Η πληγή του Ιησού από τη λόγχη του έμπειρου Ρωμαίου (κεντυρίωνα) στην πλευρά, σύμφωνα με την αφήγηση του αυτόπτη Ιωάννη, και η εκβολή αίματος και νερού (Ιωαν. 19:34, 35), μαρτυρεί ότι ο Ιησούς διετρυπήθη προς το θώρακα μάλλον, και το νερό πιθανότατα, αποτελείτο από ορώδες πλευρικό και περικαρδικό υγρό, ενώ το αίμα πρέπει να προήλθε από το δεξιό κόλπο της καρδιάς. Ο θάνατος του Ιησού 6–7 ώρες μετά τη σταύρωσή του, σημαίνει ότι ο θάνατος αυτός, προήλθε ή από ρήξη καρδιάς ή από καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια ή καρδιακή αρρυθμία (καρδιακή κοιλιακή μαρμαρυγή).
Από τον τρόπο περιγραφής φαίνεται ότι ο Ιησούς ήταν νεκρός πριν η λόγχη διατρυπήσει την δεξιά πλευρά του, αφού πριν την ενέργεια αυτή του στρατιώτη, είχε γείρει το κεφάλι του, έκραξε με δυνατή φωνή και είπε τα περίφημα λόγια, «τετέλεσται. Πάτερ εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου». Και μετά, έπαυσε να μιλά, χωρίς να υπάρχει καμιά αντίδραση του σώματός του. Σύμφωνα με τον William D. Edwards, «το βάρος της ιστορικής και ιατρικής μαρτυρίας δείχνει ότι ο Ιησούς ήταν νεκρός πριν δεχθεί την πληγή στην πλευρά… Συνεπώς, ερμηνείες βασισμένες στην υπόθεση ότι ο Ιησούς δεν πέθανε πάνω στο σταυρό φαίνονται να συγκρούονται με τη σύγχρονη ιατρική γνώση» (On the Physical Death of Jesus Christ, Journal of the American Society, 21/3/1986, σελ. 1.463). Επιπλέον, από καμιά ιστορική πηγή δεν αναφέρεται να επέζησε σταυρωμένος από Ρωμαίους, κατά λάθος. Ο κεντυρίων ήταν σίγουρος. Και ο Πιλάτος, «εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκεν και προσκαλεσάμενος επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε· και γνους από του κεντυρίωνος εδωρήσατο το σώμα του Ιησού» (Μαρκ. 15:44). Έτσι, ο θάνατος του Ιησού βεβαιώθηκε από τις ίδιες τις ρωμαϊκές αρχές. Αν δεν ήταν νεκρός ο Ιησούς, οι στρατιώτες θα του συνέτριβαν τα οστά των άκρων με σιδερένιους λοστούς για να επιταχύνουν το θάνατό του, αφού έτσι δεν θα μπορούσε να στηρίξει τα πόδια του στο σταυρό για ν’ αναπνέει. Ο εωρακώς Ιωάννης, μεμαρτύρηκε, ότι συντρίφτηκαν τα οστά των δύο ληστών· όχι όμως και του Ιησού, γιατί οι στρατιώτες ήταν πεπεισμένοι ότι είχε ήδη πεθάνει. Πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα (1968) στη βόρεια Ιερουσαλήμ, του Έλληνα αρχαιολόγου Β. Τζαφέρη, όπως ο σκελετός του Γιοχάναν μπεν Χαγκαλγκάλ (1ος αι. π.Χ.) επικυρώνουν όλα τα παραπάνω και τις ευαγγελικές λεπτομέρειες σχετικά με καρφιά και με κατάγματα των ποδιών.
Δεύτερον: Αν θα ήθελε κανείς να τα παραβλέψει όλα αυτά και να μιλήσει για κάποια άλλη εκδοχή, θα πρέπει να λάβει υπ’ όψη του, ότι οι ταφικές συνήθειες των Εβραίων σύμφωνα με το Ταλμούδ, απέκλειαν την περίπτωση νεκροφάνειας βάζοντας επί 15 λεπτά ένα φτερό μπροστά στα ρουθούνια του νεκρού για να βεβαιωθούν ότι η αναπνοή του δεν κουνάει το φτερό. Στη συνέχεια ετοίμαζαν το νεκρό τοποθετώντας τον σε σινδόνη ή σε οθόνια και τον κάλυπταν ολόκληρο με σμύρνα και αλόη. Αυτό ακριβώς έγινε και με τον Ιησού (Ιωαν. 19:39). Όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, πάνω στα οθόνια έριξαν 100 λίτρα σμύρνας και αλόης, δηλ. 32 κιλά (!) που, ανακατεμένα, παίρναν ένα παχύρρευστο σχήμα κολλώδες, και με τρόπο αεροστεγή, ρίχναν σ’ όλες τις πλευρές του πτώματος, από την κορυφή ως τα νύχια. Σ’ αυτή την περίπτωση ακόμα και ένας υποτιθέμενος ζωντανός λιπόθυμος, θα πέθαινε μέσα στο τάφο από ασφυξία. Έτσι, αυτός ο λόγος θα ήταν ένας πρόσθετος λόγος θανάτου και για τον Ιησού, εάν καθ’ υπόθεση δε πέθανε επί του σταυρού (βλ. Σ. Γ. Μακρή, καθηγητή αναισθησιολογίας Α.Π.Θ., Η επιστήμη μπροστά στη σταύρωση και στην ανάσταση του Ιησού Χριστού, 1978, σελ. 9, 10).
Τρίτον: Όχι μόνον οι Ευαγγελιστές και οι άλλοι απόστολοι, συγγραφείς της Καινής Διαθήκης μιλούν για βεβαιωμένο θάνατο του Ιησού και τοποθέτηση του σώματος, στο λαξεμένο μνημείο του Ιωσήφ από Αριμαθαίας, ότι δηλ. ο Ιησούς πέθανε και ετάφη, αλλά το θάνατο του Χριστού επί του σταυρού, αποδέχονται και βεβαιώνουν εξωβιβλικές πηγές, ήτοι οι Μάρα Βαρ Σεραπίων (γ. στο 73 μ.Χ.) στην επιστολή του, ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (γ. 110 μ.Χ.) που έγραψε ότι ο προκουράτωρ Πόντιος Πιλάτος εξετέλεσε με σταυρικό θάνατο τον Χριστό στη διάρκεια της βασιλείας του Καίσαρα Τιβερίου (Χρονικά XV, 44) αλλά και το ιουδαϊκό Ταλμούδ, που ομιλεί για κρέμασμα του Ιησού σ’ ένα ξύλο την παραμονή του Πάσχα (Sanhedrin, 43, α) (για περισσότερα βλ. άρθρο μου, Υπήρξε πραγματικά ο Ιησούς της Γαλιλαίας;). Φαίνεται λοιπόν, ότι είχε δίκιο ο ιστορικός Dr. Johnson που είπε ότι υπάρχουν περισσότερες μαρτυρίες ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε και πέθανε στο Γολγοθά, απ’ όσες ότι ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε στο Καπιτώλιο.
Τέταρτον: Η αποδοχή της θεωρίας της λιποθυμίας και της νεκροφάνειας, οδηγεί σ’ απίστευτα σενάρια και σε ανυπέρβλητες δυσκολίες. Πώς μπόρεσε ο Ιησούς ν’ απαλλαγεί από τον σφιχτό κλοιό των ενδυμάτων του (σουδάρια κ.λπ.); Πως απεκύλησε τον ογκώδη, βάρους 2 τόνων λίθο του τάφου, που σφράγισαν οι ρωμαϊκές και ιουδαϊκές αρχές; Που κρυβόταν τόσες μέρες μισοπεθαμένος, μέσα σε μυριάδες Ιουδαίους που συνέρευσαν στην Ιερουσαλήμ για να εορτάσουν το Πάσχα;
Αλλά την καλύτερη και κυριότερη αντίρρηση για τη δήθεν λιποθυμία, νεκροφάνεια του Ιησού, την προέβαλε ένας ορθολογιστής αντιρρησίας, ο σκεπτικιστής David Friedrich Strauss: «Είναι αδύνατο», γράφει, «ένα πλάσμα που είχε βγει κρυφά και μισοπεθαμένο απ’ τον τάφο και σερνόταν αδύναμο και άρρωστο, που είχε ανάγκη από ιατρική περίθαλψη, που χρειαζόταν επιδέσμους, εμψύχωση και φροντίδα και που τελικά υπέκυψε στις ταλαιπωρίες του, να κατάφερε να δώσει στους μαθητές του την εντύπωση πως ήταν θριαμβευτής πάνω στον τάφο και το θάνατο, ο Άρχοντας της ζωής, μια εντύπωση που θα στήριζε τη βάση της μελλοντικής τους αποστολής. Μια τέτοια αναζωογόνηση το μόνο που θα μπορούσε να κάνει θα ’ταν ν’ αποδυναμώσει την εντύπωση που ο ίδιος τους είχε δημιουργήσει στη ζωή και στο θάνατο, ή το πολύ–πολύ να τους έδινε απλώς μια ποιητική φωνή· δεν θα μπορούσε όμως με κανένα τρόπο να μεταβάλει τη λύπη τους σ’ ενθουσιασμό, να εξυψώσει το σεβασμό τους σε λατρεία» (The Life of Jesus for the people, τομ. 1ος 1879, σελ. 412).
Αλλά και ο ορθολογιστής Ε. Ρενάν, γράφει, ότι το μίσος των σταυρωτών κατά του Ιησού ήταν τόσο, ώστε ήταν αδύνατον να μη λάβουν φροντίδα περί οριστικής θανατώσεώς του (Ο Βίος του Ιησού, σελ. 367).
Οι μαρτυρίες και οι μάρτυρες της ανάστασης
Ξεκινώντας λοιπόν, με το αναντίρρητο γεγονός ότι ο Ιησούς πέθανε πραγματικά, επί του σταυρού, και ετάφη, ως αναγράφεται σε καινούργιο μνήμα κοντά στο Γολγοθά, ερχόμαστε τώρα να εξετάσουμε συνοπτικά, τις μαρτυρίες για την ανάσταση και, κυρίως, να δούμε και τις αμφιβολίες ή τις αντιρρήσεις που συνήθως προβάλλονται σ’ αυτό το εξαιρετικό, σπάνιο και μοναδικό από πολλές απόψεις γεγονός. Διότι τα Ευαγγέλια μνημονεύουν και άλλες αναστάσεις νεκρών που διενήργησε ο Ιησούς, όπως π.χ. της του Λαζάρου, του γιου της χήρας της Ναϊν, της κόρης του Ιαείρου (πρβλ. και Ματθ. 11:5), μνημονεύονται δε από τις Πράξεις των Αποστόλων και δύο άλλες αναστάσεις νεκρών, του Εύτυχου από τον απ. Παύλο, και της Ταβιθά, Δορκάδας από τον απ. Πέτρο (Πράξ. 20:10–12, 9:36–43). Αλλά η ανάσταση του Ιησού είναι από πολλές απόψεις μοναδική και ανεπανάληπτη από πλευράς ουσίας και σημασίας, για την πάσχουσα ανθρωπότητα. Μέσω της ανάστασης του Χριστού μπορούν να ελπίζουν για ανάσταση και ζωή αιώνια, όλοι οι άνθρωποι!
Οι μάρτυρες της αναστάσεως είναι αυτοί που είδαν τον Ιησού ζώντα, μετά από τα τμήματα 3 ημερών που ήταν νεκρός (Παρασκευή–Κυριακή πρωί), και άλλοι. Και αυτοί, είναι όχι 2 ή 3, αλλά 8. Οι 4 Ευαγγελιστές που αναφέρουν την ανάσταση (χωρίς να περιγράφουν τον τρόπο), Ο απόστολος Πέτρος, Ο απόστολος Παύλος, και οι μαθητές Ιάκωβος και Ιούδας στις επιστολές τους, χωρίς να αναφέρουμε τη μαρτυρία των μυροφόρων (Μαρία Μαγδαληνή και άλλες) και χωρίς τη μαρτυρία των 500 μαθητών που μνημονεύει Ο απόστολος Παύλος. Είναι αξιοσημείωτο ότι από τους 8 αυτούς μάρτυρες, οι τρεις, ο Παύλος, ο Ιούδας και ο Ιάκωβος, ήταν εχθροί του Ιησού και πολέμιοί του, πριν τον πιστέψουν και γίνουν μαθητές του. Και έγιναν, γιατί τον είδαν ζώντα μετά την ανάσταση, σύμφωνα με την ομολογία τους και την ομολογία των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης.
Συγκεκριμένα, ο αναστάσας Ιησούς σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κειμένων εμφανίστηκε 1) στη Μαρία τη Μαγδαληνή, 2) στις μυροφόρες το πρωί της Κυριακής, 3) στον Σίμωνα Πέτρο, 4) στους δύο μαθητές τους πορευομένους εις Εμμαούς, 5) στους επτά αποστόλους κοντά στη λίμνη της Τιβεριάδας, 8) στους έντεκα, στο όρος της Γαλιλαίας, 9) στο κύκλο των 500 αδελφών, 10) σ’ όλους τους αποστόλους στη Βηθανία, την ημέρα της ανάληψης, 11) στον αδελφό του Ιακώβ, 12) στον απ. Παύλο μετά από κάποια χρόνια. Για όλα αυτά μπορεί κανείς επαρκώς να πληροφορηθεί, διαβάζοντας τα τελευταία κεφάλαια των Ευαγγελίων και τις Πράξεις των Αποστόλων, και το 15ο κεφ. της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του αποστόλου Παύλου που γράφτηκε γύρω στο 55 μ.Χ. Έχει σημασία να τονιστεί ότι το κήρυγμα των αποστόλων, λίγες μέρες μετά το θάνατο του Ιησού, από την πεντηκοστή και εντεύθεν, έχει επίκεντρό του, την ανάστασή του, με έμφαση ότι ο Ιησούς ανεστήθη όντως (Λουκ. 24:48) και ότι αυτοί οι ίδιοι ήσαν αυτόπτες μάρτυρες που κανείς δεν μπορούσε να κλονίσει ή να διαψεύσει. Μέσα στα Ιεροσόλυμα, εκεί που σταυρώθηκε ο Ιησούς, κήρυτταν «τούτον τον Ιησού ανέστησεν ο Θεός, ου πάντες ημείς εσμέν μάρτυρες» (Πραξ. 2:24–32) και, «ου δυνάμεθα ημείς α είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν» (Πραξ. 4:20). Ο απόστολος Πέτρος γύρω γύρω το 36 μ.Χ., μιλώντας τον Ρωμαίο αξιωματικό Κορνήλιο, ανέφερε: «Και ημείς εσμέν μάρτυρες… τούτον ο Θεός ήγειρε τη τρίτη ημέρα και έδωκεν αυτόν εμφανή γενέσθαι… οίτινες συνεφάγομεν και συνεπίομεν αυτώ μετά το αναστήναι αυτόν εκ νεκρών» (Πραξ. 10:39–41). Τριάντα περίπου χρόνια αργότερα, Ο απόστολος Πέτρος έγραψε: «Ο αναγεννήσας ημάς εις ελπίδα ζώσαν δι’ αναστάσεως Ιησού Χριστού εκ νεκρών» (Α΄ Πέτρ. 1:3).
Επίσης, έχει μεγάλη σημασία να τονιστεί, το γεγονός, ότι ο Ιησούς σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές εμφανίστηκε πρώτα στις μυροφόρες που πήγαν πρωί–πρωί στον τάφο του, και μετά στον Πέτρο και στους μαθητές του, που δεν ήταν προδιατεθειμένοι καν να πιστέψουν. Οι μαθητές θεώρησαν τα λόγια των μυροφόρων φλυαρίες, «ωσεί λήρος… Και ηπίστουν αυταίς» (Λουκ. 24:11). Ακόμα, όταν εμφανίστηκε ο Ιησούς ζων, μερικοί μαθητές απιστούσαν για το γεγονός, και μάλιστα μετά την ψηλάφησή του, που τους κάλεσε ο ίδιος να κάνουν ως μία αυτοψία, για να πειστούν». Ίδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου, ότι αυτός ειμι· ψηλαφήσατέ με… ετι δε απιστούντων αυτών… είπεν αυτοίς έχετε τι βρώσιμον,… και λαβών ενώπιον αυτών έφαγε». Ο Ιησούς έφαγε, για να τους πείσει ότι δεν ήταν φάντασμα, οπτασία, αν δεν τους επαρκούσε η απλή ψηλάφηση. Πάντως, για τον μαθητή της αγάπης, η ψηλάφηση ήταν αρκετή: «Ο εθεασάμεθα και οι χείρες ημών εψηλάφησαν αυτό μαρτυρούμεν (Α΄ Ιωάν. 1:1).
Αλλά και η μαρτυρία του αποστόλου Παύλου, δεν είναι αξιοκαταφρόνητη, παρόλο που δεν γνώρισε προσωπικά τον Ιησού. Ο απόστολος Παύλος δέχτηκε την εμπειρία του αναστάντος Ιησού οδεύων προς Δαμασκόν για να καταδιώξει και να φυλακίσει τους χριστιανούς οπαδούς του. Τη συγκλονιστική του μεταστροφή τη διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων (9:1–12, 22:3 επ). Τι ήταν εκείνο που μετέτρεψε τον πρώην διώκτη και βλάσφημο και υβριστή, Σαούλ, στον διαπύρσιο κήρυκα του ευαγγελίου του Χριστού, στον «πρώτο μετά τον ένα» απόστολο των εθνών; Ασφαλώς, η εμπειρία της συνάντησης με τον Ιησού, ως πεποίθηση της αναστάσεως. Για τα γεγονότα της ταφής και του θανάτου και της αναστάσεως, στην Α΄ Κορινθίους (κεφ. 15) επιστολή του, ο απόστολος Παύλος, 23 μόλις χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού, επικαλείται την μαρτυρία και παράδοση των πρώτων αυτοπτών μαρτύρων: «Παρέδωκα γαρ υμίν ό και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν… και ότι ετάφη και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα, και ότι ώφθη Κηφά (Πέτρο), είτα τοις δώδεκα…»
Ο Γερμανός μαρξιστής φιλόσοφος Ernst Bloch αναγνώρισε ότι ο «Χριστιανισμός κατάφερε να κυριαρχήσει σβήνοντας τον ρωμαϊκό παγανισμό, με όπλο του όχι την ηθική… αλλά την πεποίθηση ότι ο Ιησούς είχε αναστηθεί εκ νεκρών».
Εξετάζοντας ενστάσεις και αντιρρήσεις
Το θαύμα της ανάστασης του Ιησού είναι μεγάλο, πολύ μεγάλο για να το αποδεχτεί κανείς, αν δεν έχει γνώση των ιστορικών γεγονότων και προπαντός ειλικρινή διάθεση. Γιατί, αν το αποδεχτεί, θα πρέπει ν’ αλλάξει και τη ζωή του. Όπως άλλαξε και η ζωή των χιλιάδων οπαδών του, που όντως πίστευσαν. Ηγέρθη όμως, όντως, ο Ιησούς; Αναστήθηκε με το ένδοξο σώμα της αναστάσεως; Ή μήπως… ; Μήπως; Ας δούμε μερικά υποθετικά σενάρια που κατά καιρούς έχουν υποστηριχθεί από ορθολογιστές, αρνητές και σκεπτικιστές… Κατά πόσο αντέχουν στη βάσανο της ιστορίας, της επιστήμης και της λογικής.
Α. Οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Ιησού όταν οι φρουροί κοιμούνταν και διακήρυξαν ότι ανεστήθη: Αυτός ήταν και ο πρώτος ισχυρισμός και η πρώτη αντίδραση των αρχιερέων, όταν άρχισαν οι απόστολοι με ενθουσιασμό να κηρύττουν την ανάσταση (Ματθ. 28:12–15). Οι μαθητές του έκλεψαν το σώμα τη νύχτα! Δωροδόκησαν μάλιστα και τους φρουρούς, στρατιώτες να διαδώσουν αυτή τη φήμη!
Αλλά, αυτός ο ισχυρισμός προσκρούει σε τεράστια εμπόδια όπως παραδέχτηκε και ο ορθολογιστής Reimarus. Κατ’ αρχάς, που βρήκαν το θάρρος οι πρώην φοβισμένοι μαθητές ν’ αντιμετωπίσουν την πολυμελή ρωμαϊκή φρουρά (κουστωδία), για να κλέψουν το σώμα; Αυτοί ήταν κλεισμένοι στον εαυτό τους, σε μια οικία, φοβισμένοι μήπως συλληφθούν, όπως ο Πέτρος που αρνήθηκε τον Κύριό του, και υποστούν μαρτυρικό θάνατο οι ίδιοι όπως και ο Κύριός τους. Και πάν’ απ’ όλα, για ποιο λόγο οι μαθητές θα διακινδύνευαν, προκειμένου να κλέψουν το νεκρό σώμα του δασκάλου τους, τη στιγμή που ο ίδιος φάνηκε να τους απογοήτευσε, γιατί άλλα τους υποσχέθηκε, κι άλλα έγιναν; Επιπλέον, όπως σημειώνει ο κοσμήτορας της Νομικής σχολής στο παν/μιο του Λονδίνου και διευθυντής του Ινστιτούτου ανωτέρων Νομικών σπουδών J. N. D. Anderson: «Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς αντίθετο με όλα όσα ξέρουμε για τους αποστόλους· την ηθική διδασκαλία τους, την ποιότητα της ζωής τους, τη σταθερότητά τους στις δοκιμασίες και τους διωγμούς. Κι ούτε θα μπορούσε να δώσει κάποια εξήγηση στην τρομαχτική αλλαγή τους από αποκαρδιωμένους και φοβισμένους φυγάδες, σε μάρτυρες που καμιά αντίδραση δεν μπορούσε πια να τους κλείσει το στόμα». Τελικά, το ερώτημα είναι: Γιατί να προχωρήσουν σε μια τέτοια απάτη που τους στοίχισε τη ζωή τους; Γιατί είναι γνωστό, ότι σχεδόν όλοι πέθαναν μαρτυρικά. Και ακόμη: Πώς δεν βρέθηκε ούτε ένας να καμφθεί και ν’ αποκαλύψει την απάτη;
Ένα είναι γεγονός αναμφισβήτητο—ότι κανείς δεν είναι πρόθυμος να πεθάνει για μια απάτη, για ένα τεράστιο ψέμα που ο ίδιος κατασκεύασε. Μπορεί να πεθάνει για κάτι που πιστεύει ότι είναι αλήθεια. Όχι για κάτι που γνωρίζει ότι δεν είναι αλήθεια, ότι είναι ψέμα. Αυτή ήταν η περίπτωση των μαθητών. Πέθαναν και μαρτύρησαν για ένα γεγονός, όχι για μια ιδέα.
Το πρώτο κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου για την ανάσταση, είχε σαν αποτέλεσμα να πιστέψουν και να γίνουν χριστιανοί την ημέρα της Πεντηκοστής, του 33 μ.Χ., 3.000 άτομα, ένας απίθανος αριθμός για ένα κήρυγμα βασισμένο στην απάτη που θα μπορούσε τόσο εύκολα να ξεσκεπαστεί, παρατηρεί ορθά ο David Christie Murray.
Β. Οι μυροφόρες πήγαν σε λάθος τάφο. Αυτή είναι μια θεωρία που υποστήριξε ο Kirsopp Lake. Μέσα στο σκοτάδι, δεν κατάλαβαν οι μυροφόρες που πήγαν, είδαν έναν άδειο τάφο, είδαν κάποιες οπτασίες και… Αλλά τότε και ο Πέτρος, και οι μαθητές πήγαν σε λάθος τάφο… Και ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας; Δεν ήξερε τον τάφο του; Και ακόμη, όταν άρχισαν να διακηρύττουν την ανάσταση οι απόστολοι, γιατί οι ιουδαϊκές αρχές δεν εμφάνισαν το πτώμα από τον πραγματικό τάφο, αποστομώνοντάς τους; Γιατί να μην πατάξουν την χριστιανική πίστη στη γένεσή της; Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν έγινε, ποτέ! Άρα;
Γ. Οι Ρωμαίοι ή οι Ιουδαίοι έκλεψαν το σώμα, εν αγνοία των μαθητών. Αλλά αυτοί δεν είχαν κανένα λόγο να κλέψουν και να μεταφέρουν το πτώμα ενός κατάδικου που κατάφεραν να εξοντώσουν. Ακόμα, και σ’ αυτή την απίθανη περίπτωση, το ερώτημα και πάλι είναι: Γιατί δεν εμφάνισαν το πτώμα, όταν οι μαθητές άρχισαν να κηρύττουν στην Ιερουσαλήμ και παντού, την ανάσταση του Ιησού;
Δ. Η θεωρία της παραισθήσεως ή φαντασιώσεις των μαθητών. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία, οι μαθητές μετά το θάνατο του δασκάλου τους, έχοντας πίστη στις υποσχέσεις του και στην ανάστασή του, και με την επίδραση της αυθυποβολής, νόμιζαν πως έβλεπαν το δάσκαλό τους… Η φαντασίωση ξεκίνησε από τις μυροφόρες κι από κει διαδόθηκε παντού. Ο Κέλσος, ο χριστιανόμαχος του 2ου μ.Χ., ήταν ο πρώτος διδάξας της θεωρίας…
Είδαμε, όμως προηγουμένως, ότι οι μαθητές «ηπίστουν» και δεν ήταν με τίποτα διατεθειμένοι να πιστέψουν ούτε τις μυροφόρες. Πήγαν κι είδαν τον κενό τάφο με τα μάτια τους, ο Ιωάννης και ο Πέτρος, και «τα οθόνια κείμενα μόνα». Ο Θωμάς, δεν ήθελε με τίποτα να πιστέψει: «Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων και βάλω τον δάκτυλόν μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω». Ο αναστάς Χριστός, αναφέρεται ότι επέπληξε τους μαθητές για την απιστία τους στην ανάστασή του (Λουκ. 24:25, Μαρκ. 16:14). Άρα, οι μαθητές, δεν ήταν ούτε ευφάνταστοι, ούτε ευκολόπιστοι, ούτε πρόθυμοι να πιστέψουν για να βλέπουν οπτασίες και φαντάσματα…
Επιπλέον, η έρευνα των ψυχοπαθολογικών καταστάσεων, γιατί σ’ αυτές έχουμε παραισθήσεις, μας διαβεβαιώνει ότι η ομαδική παράκρουση είναι σπανιότατη και, ότι, είναι αδύνατη η βίωση της ίδιας φαντασίωσης από πολλούς ταυτόχρονα ανθρώπους, σε διάφορες περιπτώσεις, μέρα μεσημέρι, απόγευμα κ.λπ., σε διάφορες περιοχές. Η ιστορία και η ψυχολογία δεν γνωρίζουν ομαδικές παραισθήσεις 500 ατόμων! Αλλά και καμιά παραίσθηση δεν αρκεί για να εξηγήσει των μαθητών τη μεταμόρφωση από φοβισμένους δειλούς, σε θαρραλέους κήρυκες του ευαγγελίου και της ανάστασης.
Τελικά, αν δεν είχε αναστηθεί ο Ιησούς και κάποιοι είχαν φαντασιώσεις, ότι τον έβλεπαν, μια επίσκεψη στον τάφο, θα έδειχνε το πτώμα του Ιησού… εκεί. Αλλά ο τάφος ήταν κενός. Ενώπιον του κενού τάφου, συντρίβονται όλες οι υποθέσεις, όλες οι θεωρίες, οι συνωμοσίες, τα ίσως, τα μήπως…
Μερικές επιπρόσθετες μαρτυρίες
Όλες οι ενδείξεις, όλες οι υπάρχουσες μαρτυρίες συγκλίνουν στην αποδοχή της αλήθειας του μεγαλύτερου θαύματος των αιώνων: της ανάστασης του Μεσσία.
Εκτός από τους αδέκαστους μάρτυρες της αναστάσεως που μαρτύρησαν με την ίδια τη ζωή τους γι’ αυτήν, υπάρχουν και κάποια άλλα ενδιαφέροντα τεκμήρια που συνηγορούν γι’ αυτήν:
1) Η ανάστασή Του προφητεύτηκε από τον ίδιο. Ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει Ιωαν. 2:19, 21, 22 Ματθ. 12:40, 16:21–23, Μαρκ. 8:31, 10:34 κ.ά. Αν ο Ιησούς ήταν ο υποσχεμένος Μεσσίας, ο υιός του Θεού με μοναδική έννοια, η ανάστασή του είναι σύμφωνη με τις προρρήσεις και την όλη διδασκαλία του, με την παρουσία, την αναμαρτησία, τις διακηρύξεις και τους ισχυρισμούς του.
2) Η ανάστασή Του προφητεύτηκε από προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ακόμα πιο συγκλονιστικό είναι το γεγονός της προφητείας της αναστάσεως από κείμενα της Π.Δ., που αναντίρρητα είναι γραμμένα πριν από τον 3ο π.Χ. αιώνα, αφού εμπεριέχονται στη μετάφραση των Ο΄, και στα περίφημα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας (2ος αι. π.Χ.).
Όποιος θέλει, μπορεί να διαβάσει μόνος του, το 22ο κεφ. των Ψαλμών, όπου, ο Δαυίδ εν πνεύματι, υποβαλλόμενος στα παθήματα του Μεσσία αναφέρεται στο σταυρικό του θάνατο—«ώρυξαν μου (τρύπησαν) τας χείρας και τους πόδας»—σε μια εποχή που ήταν άγνωστος ο σταυρικός θάνατος των Ρωμαίων. Πολύ δε περισσότερο, τη συγκλονιστική προφητεία του πάσχοντος δούλου, μεσσία, στο 53ο κεφ. του Ησαΐα (εδ. 8–10) και να βάλει κι αυτός, ως άλλος άπιστος Θωμάς το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων. Εκεί θα διαβάσει πως ο Ευαγγελιστής, προφήτης Ησαΐας, προφητεύει το σταυρικό θάνατο και την ανάσταση του Μεσσία!
Ακόμα, μπορεί να διαβάσει και την πολύκροτη προφητεία των 70 εβδομάδων του Δανιήλ, (κεφ. 9ο) όπου προλέγεται ο χρόνος εμφάνισης του Μεσσία και ο θάνατός του, εν τω ημίσει της εβδομάδας δηλ. το 33 μ.Χ.! Θα πρέπει, όμως, ίσως, να γραφτεί κάτι εκτενέστερο για το εκπληκτικό αυτό θέμα.
3) Η προέλευση της εκκλησίας. Η χριστιανική εκκλησία δεν θα γεννιόταν, δεν θα υπήρχε, μόνο με το θάνατο του Ιησού. Ο Ιησούς, νεκρός δεν μπορούσε να επαληθεύσει το «εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή… Καγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα…», κ.λπ. Η γένεση και η ύπαρξη της εκκλησίας, αυτής καθ’ εαυτής, απαιτεί ως εξήγηση την αληθινότητα της αναστάσεως του Χριστού. Διότι, η ύπαρξη της εκκλησίας, χωρίς την ανάσταση, θα ήταν μεγαλύτερο θαύμα από την ίδια την ανάσταση!
Όπως έγραψε και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οι μαθητές μεταμόρφωσαν την οικουμένη χωρίς πλούτο χρημάτων, χωρίς σοφία λόγων ή άλλο μέσο. Έτσι, με όπλο μόνο το κήρυγμα, ομολογούσαν ότι ο Κύριος ηγέρθη όντως.
4) Τα ευαγγέλια είναι κείμενα αξιόπιστα ιστορικά. Μια συχνή αντίρρηση που προβάλλεται από ορθολογιστές για την μη αποδοχή της ανάστασης, είναι ότι τα Ευαγγέλια γράφτηκαν τάχα πολλά χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού, και ίσως, μετά το θάνατο των αποστόλων, γύρω στις αρχές και μέσα του 2ου αι. μ.Χ. Έτσι, αναπτύχθηκαν θρύλοι και μύθοι γύρω από τον Ιησού και την ανάσταση. Γι’ αυτό υποτίθεται υπάρχουν και αντιφάσεις στους Ευαγγελιστές σχετικά με τις εμφανίσεις του Ιησού.
Η σύγχρονη έρευνα όμως, έχει καταδείξει ότι τα Ευαγγέλια είναι ιστορικά αξιόπιστα, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μπορεί να νομίζει κάποιος αδαής, και ότι γράφτηκαν λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού στην αραμαϊκή τους πηγή τουλάχιστον, την λεγόμενη Quelle γύρω στα 40 μ.Χ.! Ο παπυρολόγος Carsten Peter Thiede έδειξε ότι υπάρχουν αποσπάσματα του Ευαγγελίου του Ματθαίου και του Λουκά, που χρονολογούνται γύρω στα 60–70 μ.Χ. (ο Μαγδαληνιαίος πάπυρος όπως λέγεται και ά.). Άρα, τα πρωτότυπα είναι ακόμα πιο αρχαία! Και σύμφωνα με τον καινοδιαθηκολόγο J. A. T. Robinson ολόκληρη η Καινή Διαθήκη γράφτηκε πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ.
Τα Ευαγγέλια, λοιπόν, γράφτηκαν ενόσω ζούσαν οι περισσότεροι της γενιάς του Ιησού, και δεν υπήρχε ποτέ ούτε χρόνος ούτε τρόπος να αναπτυχθούν μύθοι. Και, μια ακόμη λεπτομέρεια: αν η όλη ιστορία ήταν μύθευμα, γιατί οι Ευαγγελιστές διάλεξαν γυναίκες να επισκεφτούν πρώτα τον τάφο του Ιησού; Οι γυναίκες θεωρούνταν αναξιόπιστες για έγκυρη μαρτυρία. Αυτή και μόνο η λεπτομέρεια, είναι επαρκής ένδειξη της ειλικρίνειας των συγγραφέων, σύμφωνα με τον Ιουδαίο μελετητή Λαπίντε.
Επιπλέον, το γεγονός ότι οι Ευαγγελιστές παρεκκλίνουν σ’ ελάχιστες λεπτομέρειες, ενώ συμφωνούν στα ουσιώδη: το σταυρικό του θάνατο στο Γολγοθά, την ταφή του Ιησού, την ανάστασή του, τις εμφανίσεις του, αποδεικνύει το αληθές της μαρτυρίας τους. Οι διαφορές τους, αποδεικνύουν ό,τι οι αξιόπιστοι μάρτυρες, και στα δικαστήρια—πάντα συμφωνούν στα ουσιώδη και διαφέρουν στις λεπτομέρειες, δείγμα της ανεξαρτησίας τους και της διαφορετικής θέασης του ίδιου ζητήματος. Οι διαφορές αποδεικνύουν ότι αφ’ ενός μεν δεν προσυνεννοήθηκαν να γράψουν μια πανομοιότυπη, φασόν ιστορία για να γίνει πιστευτή, εκ δευτέρου ότι και οι άλλοι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης (Πέτρος, Παύλος, Ιάκωβος, Ιούδας) συμφωνώντας μ’ αυτήν, την επικυρώνουν, και εκ τρίτου, ότι δεν έγιναν αλλοιώσεις στο κείμενο της Καινής Διαθήκης εκ των υστέρων και προσπάθειες εναρμονισμού. Αυτά τα γεγονότα, δεν αφήνουν περιθώριο για δανεισμό δήθεν, του μύθου της ανάστασης από παγανιστικές πηγές, όπως υποστηρίχτηκε στο παρελθόν. Άλλωστε, οι νεκραναστάσεις των εθνικών θεών (Άδωνις κ.λπ.) δεν έχουν τίποτα το κοινό με την περίπτωση του Ιησού που παρουσιάζεται άπαξ γενομένη, σε γνωστό τόπο και χρόνο ανάμεσα σε γνωστά ιστορικά πρόσωπα.
Μαρτυρίες και ετυμηγορίες
Αξιολογώντας όλες αυτές τις μαρτυρίες για την ανάσταση του Ιησού, ο ιστορικός George Rawlinson κατέληξε: «Όλα αυτά μαζί, και πρέπει να μη ξεχνούμε ότι η απόδειξη είναι επισωρευτική, αποτελούν ένα σώμα αποδείξεων του είδους που σπάνια υπάρχει όσον αφορά άλλα γεγονότα που ανήκουν σε απομακρυσμένους καιρούς. Επιβεβαιώνει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, την αλήθεια της χριστιανικής ιστορίας. Από καμιά άποψη… η ιστορία αυτή δεν έχει μυθικό χαρακτήρα».
Ο καθηγητής της ιστορίας στην Οξφόρδη, Thomas Arnold επισημαίνει: «Δεν ξέρω κανένα άλλο γεγονός που να έχει αποδειχτεί με καλύτερες και πληρέστερες μαρτυρίες κάθε είδους». Ο Dr. Simon Greenleaf, που υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες νομικές αυθεντίες, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, έγραψε ένα τόμο στον οποίο ως νομικός, εξέταζε την αξία της μαρτυρίας των αποστόλων για την ανάσταση του Ιησού. Σε ποιο συμπέρασμα κατέληξε; «Η ανάσταση του Χριστού, ήταν ένα από τα καλύτερα τεκμηριωμένα γεγονότα της ιστορίας σύμφωνα με τους κανόνες αποδεικτικού δικαίου όπως εφαρμόζονται στα δικαστήρια!»
Ποιος μετακίνησε τον λίθο;
Το ερώτημα αυτό απασχόλησε επί δέκα ολόκληρα χρόνια και έναν ακόμα νομικό, ερευνητή, αρνητή αρχικά, της ανάστασης, τον Frank Morison. Μετά από την πολύχρονη όμως έρευνα που έκανε, κατέληξε στο να πιστέψει στο θαύμα των θαυμάτων και να μας δώσει ένα αξιόλογο βιβλίο με τον ομώνυμο τίτλο. Το πρώτο κεφάλαιό του έχει σαν τίτλο, Το βιβλίο που αρνιόταν να γραφτεί!
«Ει ο Χριστός ουκ εγείγερται, έγραψε ένας άλλος διάσημος νομομαθής, κενόν άρα το κήρυγμα ημών κενή δε η πίστις υμών. Ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτηρήσαμεν κατά του θεού, ότι ήγειρε τον Χριστόν, ον ουκ ήγειρε» (Α΄ Κορ. 15:15).
Το ερώτημα λοιπόν του ποιος κύλησε τον λίθο στον τάφο του Ιησού, σε συνδυασμό με τον κενό τάφο, είναι τα ερωτήματα που πάντα μένουν και πάντα θέτουν σε απορία και αμηχανία, όλους αυτούς που δυσπιστούν, απιστούν και αρνούνται την ανάσταση, από προκατάληψη κατά του υπερφυσικού.
Αντίθετα, αυτοί που πιστεύουν ότι ο παρών υλικός κόσμος δεν είναι το άπαν, ότι θαύματα έγιναν και μπορεί να γίνουν, αυτοί που εξετάζουν τις ιστορικές μαρτυρίες και τις αποδείξεις και τις αξιολογούν σωστά, μπορούν να πουν μαζί με τους πρώτους μαθητές: Αληθώς ανέστη ο Κύριος! Όπως το λένε εκατομμύρια άνθρωποι ανά τους αιώνες που δέχτηκαν αυτή την αλήθεια στη ζωή τους με αποτέλεσμα, η αλήθεια να αλλάξει τη ζωή τους και να τους οδηγήσει σε πίστη, ελπίδα, αγάπη.
Βιβλιογραφία
Anderson, J. N. D. Christianity, the witness of history: a lawyer's approach. London: Tyndale House Publishers, 1969.
—. The evidence for the resurrection. London: Inter-Varsity Fellowship, 1950.
Bauckham, Richard. Jesus and the eyewitnesses: the Gospels as eyewitness testimony. Grand Rapids, Mich.: William B. Eerdmans Pub. Co., 2006.
Derrett, John Duncan M. The Anastasis: the resurrection of Jesus as an historical event. Warwickshire: Drinkwater, 1982.
Freudenberg, Werner. Ist er wirklich auferstanden?: eine Untersuchung d. bibl. Auferstehungsberichte. Wuppertal: Brockhaus, 1977.
Greenleaf, Simon, and Constantin von Tischendorf. The testimony of the evangelists, examined by the rules of evidence administered in courts of justice. Grand Rapids, Mich.: Baker Book House, 1965.
McDowell, Josh. More than a carpenter. Wheaton, Ill.: Tyndale House Publishers, 1977.
—. The resurrection factor. San Bernardino, Calif.: Here's Life Publishers, 1981.
Morison, Frank. Ποιος μετακίνησε την πέτρα;. Αθήνα: Πέργαμος, 2002.
Williams, N. P. The first Easter morning: a suggested harmony of the Gospel narratives. London: Society for Promoting Christian Knowledge, 1920.
David Christie Murray, Είναι η αλήθεια;, Ανεξήγητο (τόμος 5ος)
Colin J. Humphreys, W.G. Waddington, Dating the Crucifixion (Nature 22/29 December, 1983)
Kenneth L. Woodward, Η ανάσταση και οι αμφισβητίες (ΒΗΜΑ, 14/4/1996)