Ακόμη πιο ακριβή πλέον η ενέργεια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις με την ενεργοποίηση της ρήτρας εκπομπών αέριων ρύπων από τον φετινό Μάιο...
Ακόμη πιο ακριβή πλέον η ενέργεια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις με την ενεργοποίηση της ρήτρας εκπομπών αέριων ρύπων από τον φετινό Μάιο για τις υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες.
Τα μεσάνυχτα της 5ης προς 6η Μαΐου 2021 οι άνθρωποι του ΑΗΣ Καρδιάς Κοζάνης προχώρησαν, με μια κάποια συγκίνηση, στο οριστικό σβήσιμο της μονάδας έπειτα από 47 χρόνια αδιάκοπης λειτουργίας.
Έτσι το συγκρότημα του ΑΗΣ Καρδιάς έγινε το δεύτερο μεγάλο λιγνιτικό εργοστάσιο της ΔΕΗ που έβαλε λουκέτο μετά το ΑΗΣ Πτολεμαΐδας, σηματοδοτώντας ένα τέλος εποχής.
Το τέλος εποχής για τα παλιά λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ επιβλήθηκε από το γεγονός ότι η λειτουργία τους γίνεται όλο και πιο ασύμφορη λόγω των υψηλών δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων που από τις αρχές του 2021 πρέπει να πληρώνουν.
«Πράσινη μετάβαση»
Η ανάγκη για «πράσινη μετάβαση» και νέες υψηλού κόστους επενδύσεις της ΔΕΗ στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ήταν ο ένας από τους δύο λόγους που είχε επικαλεστεί ο Κωστής Χατζηδάκης τον Αύγουστο του 2019 για να δικαιολογήσει την αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ κατά 20% και να στείλει φουσκωμένους λογαριασμούς στα νοικοκυριά.
Από αυτό τον μήνα τα νοικοκυριά θα δουν νέες αυξήσεις στο ρεύμα λόγω της ενεργοποίησης της ρήτρας εκπομπών αέριων ρύπων που η ΔΕΗ έχει ενσωματώσει στα οικιακά τιμολόγια από τον Νοέμβριο του 2019 αλλά δεν είχε εφαρμόσει ως τώρα.
Μέσα στους τελευταίους πέντε μήνες ωστόσο κι ενώ η ΔΕΗ δεν έχει καταφέρει ακόμη να μειώσει σημαντικά τις εκπομπές αέριων ρύπων της –το λουκέτο στον ΑΗΣ Καρδιάς Κοζάνης αναμένεται να κάνει για το υπόλοιπο του έτους μια διαφορά– οι τιμές των ρύπων υπερδιπλασιάστηκαν και από 26,56 ευρώ τον τόνο τον Δεκέμβριο του 2020 έφτασαν τα 56 ευρώ τον τόνο τον Μάιο του 2021. Το κόστος αυτό, σύμφωνα με τη διοίκησή της, η ΔΕΗ δεν μπορεί να το απορροφήσει και θα το μετακυλίσει στους καταναλωτές.
Οι αυξήσεις στο ρεύμα που θα επιβληθούν στα νοικοκυριά από τον Μάιο θα είναι κατά τη ΔΕΗ χαμηλές, της τάξης των 2-3 ευρώ τον μήνα. Οι ίδιες επιβαρύνσεις έχουν ήδη επιβληθεί σε όλες τις κατηγορίες επιχειρήσεων που λαμβάνουν ρεύμα από τη μέση τάση, με τις αυξήσεις να είναι μεγαλύτερες, της τάξης των 20 ευρώ/MWh, με αποτέλεσμα να αρχίσει γκρίνια σε κάποιους κλάδους, π.χ. τα σουπερμάρκετ.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στην υψηλή τάση που δίνει ρεύμα στις μεγάλες βιομηχανίες. Η ΔΕΗ έχει ενσωματώσει τις ρήτρες διοξειδίου του άνθρακα στα τιμολόγια που πρότεινε για το 2021 καταργώντας τις ειδικές εκπτώσεις που έως πέρσι πρόσφερε, αλλά επειδή περιλαμβάνουν αυξήσεις της τάξης του 40% η βαριά βιομηχανία αρνείται να τις δεχτεί, επισείοντας τον κίνδυνο να «σβήσουν φουγάρα».
Η κατάσταση οδεύει σε αδιέξοδο, πρωτίστως επειδή το ράλι των τιμών στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων τροφοδοτεί ανοδικές κερδοσκοπικές πιέσεις στις τιμές της ενέργειας (φυσικό αέριο, χονδρεμπορική τιμή κ.λπ.), με αποτέλεσμα να αναμένονται παντού αυξήσεις μέσα στους επόμενους μήνες.
Μόνη λύση οι επιδοτήσεις
Υπό αυτές τις συνθήκες η μόνη λύση είναι οι κρατικές επιδοτήσεις στην ενέργεια. Η κυβέρνηση έχει επεξεργαστεί δύο σχέδια κρατικών επιδοτήσεων, το πρώτο για να διευκολύνει την πρόσβαση της βαριάς βιομηχανίας σε φτηνή ενέργεια και το δεύτερο για να αποζημιωθεί η ΔΕΗ για την πρόωρη απόσυρση των λιγνιτικών της μονάδων.
Αν δίνονταν στη ΔΕΗ αποζημιώσεις για το κλείσιμο των λιγνιτικών της εργοστασίων, θα υπήρχαν περιθώρια να μην ενεργοποιηθούν οι ρήτρες διοξειδίου του άνθρακα για τα νοικοκυριά. Καθώς όμως η κυβέρνηση δεν κατάφερε να αποσπάσει το πράσινο φως για τους σχεδιασμούς της από τις Βρυξέλλες, οι αυξήσεις θα επιβληθούν κανονικά.
Τι προκαλεί το ράλι στις τιμές
Το 2003 η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε ως ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής της για την κλιματική αλλαγή ένα σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.
Έτσι, οι βιομηχανίες και οι μονάδες παραγωγής ενέργειας κατέγραψαν αρχικά τις εκπομπές αέριων ρύπων που έκαναν και στη συνέχεια, με βάση τις συγκεκριμένες καταγραφές, χορηγήθηκαν δικαιώματα ρύπων στα κράτη-μέλη, με την πρόβλεψη σε μεταγενέστερο στάδιο οι βιομηχανίες και οι ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες να αγοράζουν και να πουλάνε αυτά τα δικαιώματα στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ενέργειας.
Για να ασκηθεί πίεση στις εταιρείες παραγωγής ενέργειας να στραφούν στις ΑΠΕ το σύστημα προέβλεψε τη σταδιακή μείωση των δικαιωμάτων ρύπων που εκχωρούνταν στα κράτη από το 2013, με ετήσιο ρυθμό 1,74% ως το 2020 και 2,2% από το 2021 και εξής και με σταδιακή αύξηση του ποσοστού των δικαιωμάτων που βγαίνουν σε πλειστηριασμό στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων.
Από τον Ιανουάριο του 2021 τα δικαιώματα ρύπων που εκχωρούνται στα κράτη μειώθηκαν στο 43% του συνόλου και το υπόλοιπο 57% οδεύει προς αγορά και πώληση στο χρηματιστήριο ρύπων. Καθώς όμως στις χρηματιστηριακές αγορές τα κερδοσκοπικά ράλι είναι συνήθη, από τον Γενάρη ξεκίνησε ράλι στις τιμές των αέριων ρύπων.
Μέσα στο πρώτο τετράμηνο του 2021 οι τιμές των ρύπων αυξήθηκαν κατά 45%. Από 26,56 τον Δεκέμβριο του 2020 τον Απρίλιο του 2021 ο τόνος έφτασε να στοιχίζει 40,96 ευρώ, τον Μάιο 56 ευρώ και υπάρχει φόβος ότι θα προσεγγίσει έως και τα 100 ευρώ.
Το ανοδικό ράλι στις τιμές των εκπομπών αέριων ρύπων προκαλεί ωστόσο πιέσεις που κινούν ανοδικά όλη την ενεργειακή αγορά. Το αποτέλεσμα είναι μια γενικευμένη αύξηση του κόστους ενέργειας, που αναμένεται να εκδηλωθεί σε κύματα κατά τους επόμενους μήνες.