Ρ ωτήθηκε πριν μερικά χρόνια, μετά την παρουσίαση ενός βιβλίου του για την Αρχαία Σπάρτη, ο σημαντικότατος μελετητής της αρχαίας Ελλάδας...
Ρωτήθηκε πριν μερικά χρόνια, μετά την παρουσίαση ενός βιβλίου του για την Αρχαία Σπάρτη, ο σημαντικότατος μελετητής της αρχαίας Ελλάδας και Καθηγητής αρχαίας Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ο Πώλ Κάρτλετζ, για το πόσο καλοί πολεμιστές ήταν οι αρχαίοι Έλληνες. Ευγενικά, αλλά και με μια υποβόσκουσα δόση φλεγματισμού, απάντησε: «Οι Έλληνες υπήρξαν καταπληκτικοί πολεμιστές όταν αντιμετώπιζαν ξένους εχθρούς, αλλά ήσαν πάντα οι καλύτεροι όταν πολεμούσαν αναμεταξύ τους!». Με μια φράση δηλαδή, ο ιστορικός υπογράμμισε στο ακροατήριο ότι χρειάζεται να διαβάσουμε ευλαβικά τον Θουκυδίδη, και όχι μόνο τον Ηρόδοτο, για να μάθουμε αρχαία ιστορία, καθώς επίσης ότι οι πιο σκληρές και αιματηρές μάχες που πολέμησαν οι Έλληνες ήταν κατά την διάρκεια των 30 περίπου ετών που διήρκησε ο εμφύλιος τους, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος.
Αυτή η έμφυτη, σχεδόν γονιδιακή, παρόρμηση των Ελλήνων ενάντια στην φυλή τους ξεκινά από πολύ νωρίς να εμφανίζεται ως ένα από τα βασικά συμπτώματα της παθογένειας ενός τεράστιου πολιτισμού που ισορροπούσε διαχρονικά στα όρια της αυτοκαταστροφής. Στην Βίβλο του αρχαιοελληνικού κόσμου, την Ιλιάδα του Ομήρου, η απαρχή όλων των κακών δεν είναι άλλη από την μήνιν του Αχιλλέα, το μένος του μεγάλου πολεμιστή ιδιαίτερα εναντίων του αρχηγού του Ελληνικού στρατού, του Αγαμέμνονα. Αυτή η αδυναμία ειρηνικής επίλυσης των πολιτικών, «ενδοοικογενειακών», διενέξεων στον ελληνικό κόσμο γίνεται σταδιακά και ένα από τα δημοφιλέστερα θέματα της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, η διαμάχη της πολιτικής ελίτ που φέρνει όλη την πόλη στα πρόθυρα της κατάρευσης.
Ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας και η Εξάρτηση στον Διχασμό
Ο πολύ νωπός ακόμα εορτασμός της 25ης Μαρτίου για τα διακόσια χρόνια από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας των Ελλήνων μας θυμίζει και την σύνδεση τους με τους αρχαίους Έλληνες, μια σύνδεση που τουλάχιστον σημειολογικά υπήρχε τόσο στο μυαλό των Ευρωπαίων της εποχής, όσο και στην περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη. Ιστορικά και πολιτικά όμως, υπάρχει και η άλλη σύνδεση, με την προαναφερθείσα παθολογία του μένους. Οι Έλληνες το 1821 ξεκίνησαν τον Αγώνα τους ενάντια σ’ έναν υπερμεγέθη οθωμανικό στρατό, σαν και αυτόν των Περσών το 480 π.Χ., αλλά βρέθηκαν γρήγορα μέσα σε δύο περίπου χρόνια, το 1823, να εναντιώνονται μεταξύ τους, όπως ακριβώς συνέβει μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων στον ελλαδικό χώρο μεταξύ των αντιμαχόμενων ελληνικών πόλεων στην Ιστορία του Θουκυδίδη.
Η πολιτική αυτή του διχασμού συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση και την περίοδο του Καποδίστρια αλλά και λίγο μετά τον θάνατο του, όπως για παράδειγμα μας υπενθυμίζει η Μάχη του Ισθμού, ανήμερα της επετείου της Εθνικής εορτής, στις 25 Μαρτίου του 1832, μεταξύ των «Καποδιστριακών» και των «Συνταγματικών» δυνάμεων. Αυτός ο συνεχιζόμενος «αδερφοφαδισμός», όπως θα τον χαρακτήριζε και ο Καζαντζάκης, στην ελληνική πολιτική σκηνή, άφησε έντονα τα ίχνη του στην περιοχή του Ισθμού και στις απαρχές του εικοστού αιώνα. Ο Εθνικός Διχασμός, μεταξύ των βασιλικών και βενιζελικών πολιτικών (αλλά και στρατιωτικών) δυνάμεων έφερε την χώρα σε μια διαρκή κατάσταση αναταραχής και διχόνοιας και στιγμάτησε και την ευρύτερη περιοχή της Κορινθίας.
Ο Βενιζέλος, ο Διχασμός και η Κορινθία
Η περίπτωση του μεγάλου Κρητικού πολιτικού, του Ελευθερίου Βενιζέλου και η σχέση του με την περιοχή της Κορίνθου είναι ιδιαίτερη, αν και ελάχιστα έχει μελετηθεί. Αδυνατώντας να διεισδύσει πλήρως μέσα σ’ έναν έντονο φιλοβασιλικό πληθυσμό, όπως αυτός της Κορινθίας, o Βενιζέλος είχε αναθεματιστεί και χαρακτηριστεί από τους Κορίνθιους, το 1916, «τρισκατάρατος» και «Βελζεβούλης».
Δύο καταστροφικά γεγονότα όμως θα ανατρέψουν εν μέρει τους πολιτικούς συσχετισμούς και την αποδοχή προς το πρόσωπό του στην Κορινθία. Το πρώτο ήταν η Μικρασιατική καταστροφή. Τόσο η προσπάθειά του να περισώσει μετά το 1922 τους πρόσφυγες όσο και η μετέπειτα μέριμνα του για την αποκατάσταση τους στην Ελλάδα ήταν καθοριστικές για τους συνοικισμούς που δημιουργήθηκαν σε αρκετές περιοχές της Κορινθίας. Ήταν τόσο μεγάλος ο θαυμασμός για το πρόσωπο του μάλιστα, ώστε στην Κόρινθο όπου μέχρι εκείνη την εποχή οι περισσότεροι μεγάλοι δρόμοι της είχαν φιλοβασιλικές ονομασίες, έγινε πρόταση να δημιουργηθεί ένας ολόκληρος τομέας στην πόλη που θα έφερε το όνομα του.
Ο μεγάλος σεισμός, ακολούθως, στην περιοχή της Κορίνθου, το 1928, και η συνεργασία του (όχι πάντα χωρίς προστριβές) με τον τότε Μητροπολίτη Κορίνθου, και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Δαμασκηνό, για την ανοικοδόμηση της πόλεως τον έκανε ιδιαίτερα αγαπητό, τουλάχιστον στον προσφυγικό πληθυσμό και σε μια μερίδα της εργατικής και αγροτικής τάξης της Κορινθίας.
Η δυναμική του Βενιζέλου όμως άρχισε και πάλι να μειώνεται στην Κορινθία και στις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1932 τα ποσοστά του στην (Αργολιδο)Κορινθία έπεσαν κατά πολύ, σηματοδοτώντας έτσι και τη σταδιακή πτώση του κόμματος των Φιλελευθέρων.
Σημαντικό ρόλο στην ανάσχεση της όποιας πολιτικής επιρροής του Βενιζέλου στην Κορινθία θα παίξει και ο πολιτικός του αντίπαλος και αρχηγός του Λαϊκού κόμματος, ο Παναγής Τσαλδάρης από το Καμάρι Κορινθίας. Μετά το 1933 και την ανεπιτυχή προσπάθεια δολοφονίας του, αλλά και με την σταδιακή ενδυνάμωση των αριστερών κομμάτων από την μία πλευρά του πολιτικού σκηνικού και των Μεταξικών δυνάμεων από την άλλη, ο ζωτικός πολιτικός χώρος για τον Βενιζέλο είχε σμικρυνθεί.
Η ενθάρρυνση του αποτυχημένου στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1935, τον αναγκάζει να διαφύγει στη Γαλλία ενώ καταδικάζεται ερήμην στην Ελλάδα σε θάνατο ως προδότης της πατρίδος. Μερικούς μήνες αργότερα, στις 18 Μαρτίου του 1936, θα καταλήξει από εγκεφαλικές επιπλοκές, πιθανόν λόγω γρίππης, στην οικία του στο Παρίσι.
Εορτινός Διχασμός: Ελευθερία ή Πένθος;
Η μεταφορά της σορού του Βενιζέλου από την Γαλλία στην Ελλάδα πήρε πάνω από μία εβδομάδα και μάλιστα, λόγω μεγάλου ενδιαφέροντος από τους πολίτες, έγινε και κινηματογραφική επιτυχία.
Ο θάνατος όμως του μεγάλου Έλληνα πολιτικού στην πραγματικότητα βύθισε σε βαθύ πένθος ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Διάφοροι φορείς και δήμοι της Κορινθίας έστειλαν στεφάνια για την κηδεία. Δημοτικά συμβούλια ψήφισαν για την άμεση μετονομασία δρόμων, πλατειών, ακόμα και την ανέγερση αδριάντα του Βενιζέλου σε κεντρικό σημείο. Πολλοί δε μάλιστα από του φιλοβενιζελικούς Κορινθίους μετέβησαν με πλοίο στην Κρήτη για να παραστούν στην κηδεία του.
Το σημαντικότερο όμως νεκρώσιμο τελετουργικό, εκτός Κρήτης, επιτελέστηκε επί του αντιτορπιλικού «Κουντουριώτης», ενώ διέσχιζε την διώρυγα του Ισθμού. Η σορός, για αποφυγή ακραίων επεισοδίων, έπρεπε τελικά να μεταφερθεί στην Κρήτη και ο Ισθμός έγινε το τελευταίο σημείο αποχαιρετισμού της από τους φίλους του Βενιζέλου πριν να διασχίσει για τελευταία φορά το Αιγαίο. Από νωρί, το πρωί της 26ης Μαρτίου, πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στον Ισθμό για να πει το τελευταίο αντίο στον μεγάλο πολιτικό ηγέτη.
Οι λεπτομέρειες που μεταδίδουν οι επιφυλλίδες της εποχής προσθέτουν στον συγκινησιακό κανβά του γεγονότος: Μια απλή γυναικούλα, η πρόσφυξ Λάσκαρη με λυγμούς που τους μεταδίδει σ’ όλους φωνάζει προς το νεκρό: Πού μας αφίνεις πατέρα, τι θα κάμωμε τώρα εμείς, τα ορφανά τέκνα σου. Βενιζέλο πού πας δεν μας ακούς …
Η συμμετοχή εντούτοις του κόσμου στον τελευταίο αυτόν αποχαιρετισμό ήταν και αυτή «διχασμένη». Ήδη από τις προηγούμενες μέρες οι φιλοβασιλικές εφημερίδες είχαν υποτιμήσει ή ακόμα και εξαλείψει το γεγονός του θανάτου και της επικείμενης ταφής του Βενιζέλου από τις εκδόσεις τους. Αντ’ αυτού, προέβαλαν τις εορταστικές εκδηλώσεις για την επέτειο της Ανεξαρτησίας της 25ης Μαρτίου.
Αρχέγονα Μαθήματα Ιστορίας
Η συμμετοχή στο πένθος είναι ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα ανθρωπισμού του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ο Αχιλλέας στο τέλος της Ιλιάδας, κατευνάζει το πολεμικό του μένος μπροστά στον πένθιμο λόγο του Πριάμου και συμμετέχει μαζί του σε έναν συμβολικό αποχαιρετισμό του νεκρού Έκτορα. Από αυτήν την κοινωνία των ηρώων-πολεμιστών του Ομήρου, οι Έλληνες έκαναν τεράστια βήματα πολιτικής προόδου για να προσπεράσουν την αριστοκρατική ελίτ των ολίγων, να καταπραύνουν την ρητορική του μένους, και να φτάσουν στην Δημοκρατία των πολλών.
Το πιο λαμπρό παράδειγμα βρίσκεται στην πένθιμη ομιλία του Περικλή, τον «Επιτάφιο Λόγο», όπως την αποδίδει ο Θουκυδίδης, που τυγχάνει να είναι και ένα από τα σημαντικότερα μνημεία λόγου του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Στον λόγο του αυτό ο Περικλής καλεί το σύνολο των πολιτών της Αθήνας, ως ένα σώμα, να «αγκαλιάσουν» τα σώματα των νεκρών της πόλεως – ένα ύψιστο δείγμα δημοκρατικού σεβασμού.
Ο «Επιτάφιος Λόγος» υπήρξε και το πλέον αγαπημένο ανάγνωσμα του Βενιζέλου, σύμφωνα με τις σημειώσεις που άφησε πίσω. Για χρόνια άλλωστε πάλεψε με το αρχαιοελληνικό κείμενο και ήταν αυτός που για πρώτη φορά εξέδωσε τις Ιστορίες του Θουκυδίδη στη νεοελληνική γλώσσα.
Μπορεί εχθές να εορτάσαμε με κάθε επισημότητα τα διακόσια χρόνια από την έναρξη του Αγώνα για Ανεξαρτησία της Ελλάδας, αλλά δεν έχουμε καταφέρει ακόμα την ενοποίηση της, την απομείωση της διχόνοιας και την εξάλειψη του μένους που διχάζει και καταδυναστεύει την ελληνική κοινωνία και πολιτική ζωή. Δεν έχουμε ακόμα αφομειώσει πλήρως το ιστορικό μάθημα των αρχαίων Ελλήνων. Αυτό άλλωστε απέδειξε και το αχερούσιο πέρασμα του Βενιζέλου από το Ισθμό της Κορίνθου, πριν 85 χρόνια, την 26η Μαρτίου, 1936.
* Ο Νίκος Πουλόπουλος διδάσκει Ελληνική Ιστορία και Πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι-Σεντ Λούις