Ακόμη και αυτοί που έχουν παρακολουθήσει πολύ ποδόσφαιρο δυσκολεύονται να δώσουν μια ξεκάθαρη και πειστική απάντηση στο ερώτημα που έχει δ...
Ακόμη και αυτοί που έχουν παρακολουθήσει πολύ ποδόσφαιρο δυσκολεύονται να δώσουν μια ξεκάθαρη και πειστική απάντηση στο ερώτημα που έχει διχάσει αρκετές φορές τους φίλους του αθλήματος. "Οι παίκτες κάνουν τον προπονητή;"
Μια ομάδα με πολλούς αστέρες, δίνει την -εσφαλμένη- εντύπωση πως αρκεί αυτοί, να μπουν στον αγωνιστικό χώρο, να κάνουν αυτό που μπορούν και ο αντίπαλος θα μαζέψει τη μπάλα από τα δίχτυα του περίπου τέσσερις με πέντε φορές. Η παρουσία του προπονητή θεωρείται σχεδόν περιττή, ενώ ο κάθε ένας οπαδός της ομάδας έχει ισχυριστεί- μία τουλάχιστον φορά- πως "κι εγώ να ήμουνα προπονητής θα έπαιρνα πρωτάθλημα". Αυτό άλλωστε δεν είχε πει κι ο αγαπημένος Πρόεδρος του Ολυμπιακού Σωκράτης Κόκκαλης;
Ας αφήσουμε όμως τις απόψεις της κερκίδας κι ας έρθουμε στην πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται από πολλαπλούς παράγοντες κι ας προσεγγίσουμε την αλήθεια με τη ματιά των ανθρώπων που έχουν ζήσει για χρόνια την μυρωδιά των αποδυτηρίων, έχουν ξενυχτήσει από το άγχος ενός ντέρμπυ, έχουν ζήσει αποθεώσεις και πανηγυρισμούς αλλά και έχουν βυθιστεί στα τάρταρα της απογοήτευσης, μετά από μια παταγώδη αποτυχία, όπου όλοι τους θεωρούν υπαίτιους και υπεύθυνους.
Αλήθεια πρώτη: Κανείς προπονητής δεν μπαίνει μέσα στο γήπεδο να παίξει. Μέσα από τις πλάγιες γραμμές, ο κάθε ποδοσφαιριστής είναι μόνος. Βοηθός του, είναι μόνο ο εαυτός του και ύστερα οι συμπαίκτες του. Απέναντί του, ο αντίπαλος, έτοιμος να τον κατασπαράξει. Όποιος δεν σφίξει τα δόντια, να δώσει τη μάχη ώστε να βγει νικητής, είναι καταδικασμένος και κανείς προπονητής δεν μπορεί να τον σώσει.
Αλήθεια δεύτερη: Ο ρόλος του προπονητή σταματάει με τη λήξη της τελευταίας προπόνησης. Η παρεμβατικότητά του στη διάρκεια του παιχνιδιού, έχει παγκοσμίως αποδειχτεί πως δεν ξεπερνά σε ποσοστό το 15% -20%. Όλο το υπόλοιπο ποσοστό, ανήκει στους αγωνιζόμενους. Είναι σημαντικό το πως έχει προετοιμάσει την ομάδα του. Σε αγωνιστικό τομέα, σε ψυχολογικό, σε φυσική κατάσταση, σε ανάλυση καταστάσεων του παιχνιδιού αλλά και του αντιπάλου. Από κει και πέρα, με το σφύριγμα του διαιτητή, οι πρωταγωνιστές είναι οι παίκτες.
Αλήθεια τρίτη: Πέραν των προβλεπομένων, υπάρχουν αρκετοί αστάθμητοι παράγοντες. Χωρίς να μπλέξουμε σε περιπτωσιολογία, ας αρκεστούμε σε μια απλή αναφορά. Καιρικές συνθήκες, διαιτητής, εξέδρα, τυχαία -προσωπικά κυρίως- συμβάντα που επηρεάζουν την ψυχολογία παικτών, ενώ μικρό ρόλο παίζουν και οι βιορυθμοί, η διατροφή, ο τρόπος προπόνησης, ο εγκλιματισμός κ.α.
Αλήθεια τέταρτη και πιο σημαντική: Η προσωπικότητα των ποδοσφαιριστών, είναι εκείνη που μπορεί να εκτοξεύσει έναν προπονητή αλλά και να τον καταβαραθρώσει. Η ομαδική αντίληψη για τον άνθρωπο που δίνει τις εντολές, εξαρτάται από το πόσο οι ποδοσφαιριστές είναι διατεθιμένοι να υπακούσουν και να προσπαθήσουν να εφαρμόσουν αυτά που τους δίνονται σαν εντολές. Σίγουρα, ο τρόπος προσέγγισής τους είναι εκείνος που θα παίξει τον πρώτο ρόλο σ' αυτό. Εκεί ίσως κρύβεται το μεγαλύτερο βάρος της προπονητικής ευθύνης. Από κει και πέρα, αν η εμπιστοσύνη είναι αμοιβαία, ο προπονητής μπορεί να αφήνει τους ποδοσφαιριστές του να κάνουν "το δικό" τους, να αναλαμβάνουν ατομικές πρωτοβουλίες, να ξεφεύγουν από την προπονητική γραμμή. Γιατί, έτσι αισθάνονται πως μπορεί να βασίζεται πάνω τους και αυτοί του το ανταποδίδουν στο πολλαπλάσιο. Όσοι έφτασαν σε σχετικά υψηλό επίπεδο, έχουν αρκετές ιστορίες να διηγούνται, όπου σε σημαντικούς αγώνες πήραν πρωτοβουλίες πέραν των προπονητικών οδηγιών και οδήγησαν την ομάδα σε σπουδαία αποτελέσματα. Όπως και πολλοί προπονητές, έκαναν πως δεν έβλεπαν τις πρωτοβουλίες των παικτών τους, αφού κατά βάθος ήξεραν πως αυτό είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι του παιχνιδιού. Κάπως έτσι, γράφονται οι ποδοσφαιρικές ιστορίες ή οι ένδοξες σελίδες και μένουν χαραγμένες στην ψυχή ανεπανάληπτες στιγμές. Και αυτοί που τις έχουν ζήσει, χαμογελούν όταν ακούν το ρητορικό αλλά -τελικά- αφελές ερώτημα... "Οι παίκτες κάνουν τον προπονητή;"
Η παρακάτω ιστορία που αφηγείται ο Πάολο Μαλντίνι, ίσως θυμίσει σε πολλούς και μια δική τους προσωπική ιστορία. Το σίγουρο είναι, πως δίνει μια ακόμη απάντηση, στο ερώτημα που τέθηκε στην αρχή.