Ο διδάκτωρ Ιστορίας Γιάννης Γρυντάκης γράφει για τη ζωή, το έργο και το άδοξο τέλος των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας. Μελετώντας κανείς τ...
Ο διδάκτωρ Ιστορίας Γιάννης Γρυντάκης γράφει για τη ζωή, το έργο και το άδοξο τέλος των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας.
Γεμάτος εθνικό ενθουσιασμό άρχισε να αλωνίζει την τσαρική Ρωσία, προσπαθώντας να μυήσει στα μυστικά της Εταιρείας όσο το δυνατό περισσότερους ομογενείς και να εξασφαλίσει από τους πιο πλούσιους κάποια οικονομική ενίσχυση για τις ανάγκες της. Το έργο του κάθε άλλο από εύκολο ή ευχάριστο ήταν. Μερικοί δυσπιστούσαν και άλλοι τον εκλάμβαναν ως απατεώνα, υποστηρίζοντας ότι στόχος του δεν ήταν η απολύτρωση της πατρίδας αλλά η δική του οικονομική αποκατάσταση μετά την πτώχευση που είχε υποστεί. Άλλος στη θέση του θα τα είχε παρατήσει, αλλά αυτός συνέχιζε ακάθεκτος το ιερό έργο του, αδιαφορώντας, φαινομενικά τουλάχιστον, για τις μομφές, τις ειρωνείες και τα υπονοούμενα. Τελικά, το τέταρτο χρόνο από την ίδρυση της Εταιρείας η μεγάλη αλλά όχι και δυνατή καρδιά του δεν άντεξε την όλη κατάσταση και τον οδήγησε πρόωρα στον θάνατο. Η αρχή πάντως είχε γίνει. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι.
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος (1772-1851) από την Πάτμο, που, σύμφωνα με δική του μαρτυρία, πρώτος αυτός πρότεινε την ίδρυσης της Εταιρείας, είχε την τύχη, αφού αγωνίστηκε με όλες τις δυνάμεις του, να δει την πατρίδα ελεύθερη. Να σημειωθεί ότι μετά το ξέσπασμα της επανάστασης οι ιδρυτές της Εταιρείας παραγκωνίστηκαν εντελώς και μετά την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους σε ελάχιστους ήταν γνωστά τα ονόματα και το έργο τους. Ο Ξάνθος με αρκετά χρόνια στην πλάτη του, ζούσε φτωχός και αφανής στην Αθήνα, με τη μονάκριβη κόρη του, απολαμβάνοντας τα αγαθά της ελευθερίας. Όταν, μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, εγκαθιδρύθηκε ο κοινοβουλευτισμός στη χώρα, συνήθιζε να παρακολουθεί από τα θεωρεία της βουλής τις συνεδριάσεις. Ήταν ίσως η μόνη του διασκέδαση. Σκεφτόταν ότι και ο ίδιος είχε συμβάλει στο να φτάσει η χώρα στο σημείο αυτό. Δυστυχώς συχνά οι συνεδριάσεις ήταν επεισοδιακές. Οι βουλευτές, δηλαδή, δεν περιορίζονταν σε απειλές και ύβρεις αλλά πιάνονταν και στα χέρια.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η αίθουσα συνεδριάσεων, οι διάδρομοι και τα θεωρεία μετατρέπονταν σε «πεδίο μάχης» και οι φιλήσυχοι βουλευτές και επισκέπτες έτρεχαν να βγουν κακήν, κακώς από το κτήριο, για να σωθούν. Τέλη Νοεμβρίου 1851 συνέβη κάτι ανάλογο (αγόρευε για προσωπικό του θέμα ο βουλευτής Βιλαέτης) και ο Ξάνθος, που βρισκόταν στα θεωρεία, έτρεξε μαζί με πολλούς άλλους να φύγει. Καθώς όμως κατέβαινε τις σκάλες, έχασε την ισορροπία του, έπεσε και, μέσα στη σύγχυση που επικρατούσε, ποδοπατήθηκε άσχημα. Μερικοί φιλεύσπλαχνοι, βλέποντας τον να υποφέρει, χτυπημένος στα πόδια και τα πλευρά, τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου και πέθανε. Κανείς, αρχικά, δεν ήξερε ποιος ήταν ο νεκρός. Η εφημερίδα «Αιών» δυο μέρες μετά αποκάλυψε ότι ο γέροντας που ποδοπατήθηκε ήταν ένας από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας…
Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ (1788 – 1851) γεννήθηκε στα Γιάννενα και φοίτησε στην Μαρουτσαία Σχολή. Ο γουνέμπορος πατέρας του, όταν έμαθε ότι ο γιος του κινδύνευε, εξαιτίας της μοναδικής ομορφιάς του, να πέσει στα χέρια του έκφυλου τυράννου Αλή πασά, τον πήρε μαζί του στη Ρωσία. Εκεί φρόντισε για την μόρφωση (σπούδασε στο Παρίσι Φυσικές Επιστήμες) και την ασφάλειά του (ακόμα και το επώνυμο του άλλαξε από Τέκελης ή Τσάκαλος σε Τσακάλωφ). Πριν τον μυήσει στο εμπόριο, τον έστειλε και σπούδασε στο Παρίσι, όπου και έμαθε πολλές ξένες γλώσσες.
Στην Οδησσό δέχτηκε με χαρά να γίνει συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας και ουσιαστικά, εξαιτίας της μεγάλης μόρφωσής και γλωσσομάθειάς του, θα αποτελέσει το «μυαλό» της οργάνωσης. Όταν άρχισε η επανάσταση στις Ηγεμονίες έσπευσε και πολέμησε ως αξιωματικός του ιερού λόχου στην άτυχη μάχη στο Δραγατσάνι. Μετά την λιποψυχία του Αλέξανδρου Υψηλάντη, τη φυγή και τη σύλληψή του από τους Αυστριακούς, κατέβηκε στην Πελοπόννησο, με τον Ξάνθο, για να πάρει μέρος στην επανάσταση που είχε ξεσπάσει εκεί. Αγωνίστηκε σκληρά όλη τη διάρκεια της Εθνεγερσίας. Ο λαός τον αγάπησε και τον εξέλεξε αντιπρόσωπο στην Εθνοσυνέλευση του Άργους. Ο Καποδίστριας, μετά την απελευθέρωση, τον τίμησε, διορίζοντάς τον οργανωτή και διευθυντή της λογιστικής υπηρεσίας του στρατού. Μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη παραγκωνίστηκε και έφυγε πικραμένος για τη Ρωσία. Εκεί πέθανε περισσότερο από πίκρα και νοσταλγία για την πατρίδα στην οποία είχε αφιερώσει τη ζωή του.
Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος (1790-1854) από την Ανδρίτσαινα, αφού πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, κατόρθωσε να πάει στην Οδησσό, όπου άρχισε να δουλεύει σκληρά ως υπάλληλος. Ο Σκουφάς τον μύησε στα μυστικά της Εταιρείας (1816), γιατί παρά τον εριστικό του χαρακτήρα διέκρινε σ’ αυτόν σπάνιες ικανότητες. Δεν έπεσε έξω. Σύντομα αποτέλεσε το τέταρτο μέλος της «ανωτάτης αρχής». Το 1818 οι ηγέτες της Εταιρείας σε σύσκεψη που έγινε στην Πόλη έκριναν αναγκαίο να κατέβουν στην Πελοπόννησο και να μυήσουν σημαίνουσες προσωπικότητες. Το πρόβλημα τους όμως ήταν τα χρήματα. Σκέφτηκαν τότε να βρουν ένα πλούσιο ομογενή, να τον συμπεριλάβουν στην ιδρυτική ομάδα και να τους λύσει το πρόβλημα. Ο Αναγνωστόπουλος προθυμοποιήθηκε να τον βρει αυτός. Και βρήκε τον πλούσιο ομογενή Σέκερη. Έτσι, όταν, λίγους μήνες μετά, πέθανε ο Σκουφάς, πήρε τη θέση του ο Σέκερης, που θα αποτελέσει στη συνέχεια βασικό άξονα της οργάνωσης.
Μετά την επιτυχία του ο Αναγνωστόπουλος απέκτησε κύρος και προσπάθησε να μυήσει στην Εταιρεία τους πιο γνωστούς Έλληνες του εξωτερικού. Μύησε ακόμα και τον μητροπολίτη Ιγνάτιο. Όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Πελοπόννησο, έσπευσε να πολεμήσει και ο ίδιος. Ο Δημήτριος Υψηλάντης τον χρησιμοποίησε ως σύμβουλό του. Ήταν από αυτούς που τον συμβούλευσαν να απαιτήσει την απόλυτη στρατιωτική και πολιτική εξουσία και όταν οι πρόκριτοι αρνήθηκαν, ξεσήκωσαν τον λαό και τους στρατιωτικούς εναντίον τους. Τα δύσκολα χρόνια που ο Καποδίστριας αγωνιζόταν κάτω από τρομερά άσχημες συνθήκες να δημιουργήσει κράτος, αυτός τον βοήθησε όσο μπορούσε. Την περίοδο των Βαυαρών έπαψε να ασχολείται με τα κοινά. Πικράθηκε ίσως, όταν ο Ξάνθος αντέκρουσε τον ισχυρισμό του ότι ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας, αφού η Εταιρεία ιδρύθηκε το 1814 και αυτός μυήθηκε το 1816. Η Πολιτεία πάντως τους τίμησε και τους δύο με τον χρυσό σταυρό του Σωτήρα. Το 1854 προσβλήθηκε από τη χολέρα που είχαν μεταφέρει οι Αγγλογάλλοι (στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου) στον Πειραιά και είχε αφανίσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Πέθανε μόνος του και αβοήθητος, εξαιτίας της μεταδοτικότητας της αρρώστιας….
Ο Παναγιώτης Σέκερης (1783-1846) από την Τρίπολη ήταν ένας επιτυχημένος έμπορος της Πόλης. Η περιουσία του ήταν τεράστια. Ο Αναγνωστόπουλος, όπως προαναφέραμε, υπολογίζοντας σ’ αυτήν, τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία και τον ενέταξε στους «12 Αποστόλους». Ήταν ο «Χρυσοδωδέκατος», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούσαν. Μετά το θάνατο του Σκουφά έγινε μέλος της «υπέρτατης αρχής». Χωρίς να σκέφτεται τον κίνδυνο μετέτρεψε το αρχοντικό του στο κέντρο της οθωμανικής πρωτεύουσας σε στρατηγείο της Εταιρείας. Σταδιακά έγινε το «μυαλό» της. Ο συντονιστής των πάντων. Από τα εννέα καράβια που είχε στην ιδιοκτησία του παραχώρησε το ένα αποκλειστικά για να μεταφέρει τους «Απόστολους» στις περιοχές που αναλάμβαναν να μυήσουν πατριώτες.
Την περιουσία του, πριν αλλά και μετά την έκρηξη της Εθνεγερσίας, την ξόδευε αγόγγυστα για τις όποιες ανάγκες προέκυπταν (αναφέρεται ότι μόνο στην Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη είχε δώσει 40.000 γρόσια). Κάποτε ήρθε και το αναμενόμενο. Ειδοποιήθηκε από φίλους ότι οι οθωμανικές αρχές είχε ανακαλύψει το έργο του και ήταν ζήτημα ωρών η σύλληψή του. Ψύχραιμα έδιωξε τους υπαλλήλους από τις επιχειρήσεις του, για να γλιτώσουν και ο ίδιος μεταμφιεσμένος έφυγε για την Οδησσό. Εκεί, αργότερα θα συναντήσει τη γυναίκα του. Στη ρωσική πόλη ο μεγιστάνας του πλούτου θα ζήσει φτωχικά. Το 1830 θα κατέβει στην ελεύθερη πια Ελλάδα και θα διοριστεί τελώνης στην Ύδρα. Δεν θα παραπονεθεί ποτέ για τη φτώχεια του και δεν θα ζητήσει από το ελληνικό δημόσιο αποζημίωση για όσα έδωσε στον Αγώνα. Όταν ο βασιλιάς Όθωνας σε μια περιοδεία του τον γνώρισε και έμαθε για την προσφορά του, τον κάλεσε στην Αθήνα, για να του παραχωρήσει τον σταυρό του Σωτήρα. Αυτός αρνήθηκε. Δεν ήθελε ανταλλάγματα. Πέθανε στο Ναύπλιο μέσα στη φτώχεια και την αφάνεια, χωρίς ποτέ να εκφράσει κανένα παράπονο. Ό,τι έκανε, το έκανε για την πατρίδα και μόνο.