Ακόμα και μέσα στην Χριστιανική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ήταν σύνηθες ανάγνωσμα όχι μόνο στο Παν/μο της Κων/...
Ακόμα και μέσα στην Χριστιανική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ήταν σύνηθες ανάγνωσμα όχι μόνο στο Παν/μο της Κων/λης αλλά και στους καταλόγους των μοναστηριακών βιβλιοθηκών. Η κ. Ελένη Αρβελέρ διηγείται ένα περιστατικό: μέσα στην καρδιά του Βυζαντίου, στην αγορά της Κων/πολης, ένας μάγκας της αγοράς, ένας εμποράκος με το που βλέπει την εκπάγλου καλλονής επίσημη ερωμένη του Αυτοκράτορα Κων/νου του Μονομάχου αναφωνεί έκθαβος «Ου νέμεσις» , χωρίς αυτό να ξενίσει κανέναν, ούτε χρειάστηκε να εξηγήσει τι εννοεί, την ίδια φράση είχαν χρησιμοποιήσει οι γέροντες Τρώες με το που πρωτοείδαν την Ωραία Ελένη, μια εξοικείωση με την γλώσσα του Ομήρου που θα την ζήλευαν και οι σημερινοί Αθηναίοι θαμώνες της αγοράς !
Το πιο αγαπητό και δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα μέσα στην Τουρκοκρατία ήταν «η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου» ή « «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Μακεδόνος, Βίοι, πόλεμος και θάνατος αυτού», διασκευασμένο στην δημοτική γλώσσα, ενθύμιο δόξας και μήνυμα ελπίδας για τους υπόδουλους Έλληνες. Ενδεικτική η μαρτυρία του Τερτσέτη πως ο Κανάρης κάθε φορά που ακινητοποιούνταν το πλοίο του σε κάποιο λιμάνι διάβαζε την ιστορία του Αλεξάνδρου και «κάθε φύλλο το έβρεχε με τα δάκρυά του» (φωτο 2, σελίδα από σωζόμενο αντίτυπο της εποχής)
Δεν υπάρχει άλλο κείμενο που να μιλάει με τόσο ενθουσιασμό για τους αρχαίους μας προγόνους από την «Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος» που κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 1806 «Εσείς, ω αθάνατοι ψυχαί των ελευθέρων προγόνων μου, ενδυναμώστε τον ζήλον μου με τα ηρωικά σας εντάλματα». Συνδέει τους αγωνιστές με τον Λεωνίδα και τον Θεμιστοκλή και τον Αλή Πασά με τους Πέρσες « έπρεπε να έζη ο Θουκυδίδης ή ο Ξενοφών δια να γράψη την ιστορία αυτών των πολέμων».
Στα 1813, ο λόγιος, κληρικός Διονύσιος Πύρρος ήρθε στην Αθήνα για να διδάξει και σε μια ειδική τελετή, καλούσε το κάθε παιδί ξεχωριστά και του έδινε εγγράφως ένα νέο, αρχαιοελληνικό όνομα και δύο κλαδιά δάφνης και ελιάς λέγοντάς του: «Φοβού τον Θεόν, βοήθησον την πατρίδα σου, αγάπα την φιλοσοφίαν».
Ο δάσκαλος και αγωνιστής Λυκούργος Κρεστενίτης αφού έδωσε στον εαυτό του το όνομα του αρχαίου Σπαρτιάτη νομοθέτη έγινε ανάδοχος ο ίδιος των μαθητών του. Το 1817, στις Κυδωνιές της Μικράς Ασίας, τα παιδιά ενός σχολείου αποφάσισαν να έχουν δυο ονόματα, το βαφτιστικό τους και ένα αρχαιοελληνικό, Κωνσταντίνος-Επαμεινώνδας, Χαραλάμπης-Παυσανίας κ.ά.
Η σύζυγος του Λάμπρου Κατσώνη έδωσε στον γιο του οπλαρχηγού Ανδρούτσου το όνομα του πολυμήχανου ήρωα, του Οδυσσέα!
«μετά ταύτα και οι ιερείς μας αντί να βαπτίζωσι τα παιδιά με ονόματα των αγίων μας, τα δίδουσιν και αυτοί ελληνικά ονόματα». Το φαινόμενο πήρε τέτοιες διαστάσεις που ο Γρηγόριος ο Ε έστειλε εγκύκλιο καταδικάζοντας το ως « καταφρόνησι της χριστιανικής ονοματοθεσίας » κάτι που προκάλεσε την οργή του Κοραή.
Όμως, το μήνυμα είχε σταλεί, το πρώτο βήμα των ατόμων και των λαών προς την ελευθερία είναι η συνειδητοποίηση της ταυτότητας και αξίας τους. Υιοθετώντας αρχαία ονόματα, οι ραγιάδες ένιωθαν πως ανήκαν δικαιωματικά σε κάτι το διαχρονικά όμορφο και σεβαστό και ως εκ τούτου δεν τους άξιζε να είναι σκλάβοι ενός άλλου έθνους. Ο Αλή Πασάς το πήρε το μήνυμα σχολιάζοντας «Εσείς οι Έλληνες, δεν βαφτίζετε πια τα παιδιά σας Γιάννη, Πέτρο, Κώστα, παρά Λεωνίδα, Θεμιστοκλή, Αριστείδη. Σίγουρα κάτι μαγειρεύετε»!
Ο Νικηταράς στην μάχη των Δολιανών φωνάζει στους Τούρκους «σταθείτε ωρέ Περσιάνοι», ανατολίτες όπως οι Πέρσες!
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, σχεδόν όλα τα καράβια Σπετσών, Ύδρας και Ψαρών είχαν ονόματα αρχαιοελληνικά: «Άρης» του Τσαμαδού, «Κίμων» και «Ηρακλής» στον στόλο του Μιαούλη, ενώ η θρυλική ναυαρχίδα της Μπουμπουλίνας λεγόταν «Αγαμέμνων».
Ο Pήγας Φεραίος ψάλλει το «Θούριο» του Aγώνα, την λέξη την γνώριζε καλά από τον Όμηρο ως επίθετο για τον Θεό Άρη, Θούριος σημαίνει πολεμικός, ορμητικός κ.α (φωτο 1, Μουσείο Μπενάκη).
Ένα άλλο ωραίο παράδειγμα: «Αναστάσιος: Αναμνήσεις ενός Ελληνα, γραμμένες στο τέλος του 18ου αιώνα» του Ολλανδού έμπορου Thomas Hope. Μεγάλο μυθιστόρημα, τρεις τόμοι, 1.224 σελίδες, όταν κυκλοφόρησε στο Λονδίνο, το 1819, έγινε αμέσως best seller, η δεύτερη έκδοση εξαντλήθηκε σε 24 ώρες. (Φωτο 3. Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (1819) χωρίς το όνομα του συγγραφέα, όπως αυτός ήθελε).
Οι ειδικοί ήταν βέβαιοι πως ένα τόσο καλογραμμένο μυθιστόρημα, τολμηρό, αιρετικό θα μπορούσε να το γράψει μόνο ένας: ο διάσημος Λόρδος Μπάιρον. Ο Μπάιρον διάβασε αμέσως τον «Αναστάσιο» και του άρεσε τόσο πολύ που άφησε την φήμη να κυκλοφορεί « έκλαψα πικρά γιατί δεν το είχα γράψει ο ίδιος» και πρόσθεσε: “θα θυσίαζα δύο από τα πιο δημοφιλή μου ποιήματα προκειμένου να ήμουν εγώ ο συγγραφέας του». Ο εκδοτικός θρίαμβος συνεχίστηκε μέχρι το 1849, έτος κυκλοφορίας της τελευταίας έκδοσης, μετά ξεχάστηκε , δεν δημοσιεύτηκε ποτέ ολοκληρωμένο στα Ελληνικά.
Ήρωας του μυθιστορήματος ένας τυχοδιώκτης Έλληνας από τη Χίο, ο Αναστάσιος, που προσηλυτίζεται στον ισλαμισμό, ονομάζεται Σελίμ και διηγείται τη ζωή του. Θα επιλέξει να ενσωματωθεί πλήρως στην Οθωμανική κοινωνία, γιατί αντιλαμβάνεται πως μόνο έτσι θα ανελιχθεί για να ικανοποιήσει την άμετρη φιλοδοξία του. Δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα της Οθωμανικής κατάκτησης, αντιμετωπίζει με θαυμασμό τους Τούρκους και περιφρονεί τη δουλοπρέπεια των Ελλήνων. Φαντασιώνεται τον εαυτό του ως πολύτιμο γρανάζι μιας αυτοκρατορίας σε παρακμή μεν, αλλά ακόμα ισχυρής.
Και όμως εδώ βρίσκεται η αξία, η μνήμη του Έλληνα μέσα του υπάρχει, μπορεί να βρίσκεται σε χειμερία νάρκη, αλλά υπάρχει, με την πρώτη ευκαιρία θα νιώσει τα τσιμπήματα του εθνισμού, θα φροντίσει όμως γρήγορα να τα καταπνίξει και να συνεχίσει την ζωή του γιατί η φιλοδοξία και το χρήμα δεν τον αφήνουν!
Λέει σε ένα εντυπωσιακό απόσπασμα (να ευχαριστήσουμε τον Καθ. Α. Χατζή που μας το γνώρισε).
«Καθώς καθόμουν αποκαρδιωμένος, το μάτι μου πήρε ένα σπασμένο μάρμαρο, διακοσμημένο με ιπποτικά εμβλήματα από την εποχή που οι Ιωαννίτες Ιππότες κυβερνούσαν την Ρόδο. Αλλά ενώ στο πάνω μέρος είχε ένα γοτθικό οικόσημο, στο πίσω μέρος είδα ότι υπήρχε μια μισοσβησμένη Ελληνική επιγραφή.
Προφανώς αρχαίοι Έλληνες το είχαν κατασκευάσει και την είχαν χαράξει. Δεν είχα αμφιβολία για την προέλευσή του. Στην απέναντι ακτή υπήρχαν τα ερείπια της αρχαίας Κνίδου, που αποτέλεσαν για τους ιππότες της Ρόδου ένα μεγάλο λατομείο. Χρησιμοποιούσαν τα ερείπια για να χτίσουν τα μνημεία της φεουδαρχικής ματαιοδοξίας τους.
Μόλις είδα την επιγραφή, αμέσως όλη η εθνική μου περηφάνεια επανήλθε με όλη της τη δύναμη. Σηκώθηκα και με μια απότομη κίνηση προσπάθησα να ξυπνήσω το μυαλό μου από τον λήθαργο φωνάζοντας: “Και μου ταιριάζει, άραγε, να ζηλεύω εγώ το κλεμμένο μεγαλείο των Γότθων και των βάρβαρων, που ακόμα και στη μεγαλοπρέπειά τους, απλώς στολίζουν τους εαυτούς τους με υλικά από δεύτερο χέρι, που έχουν χρησιμοποιήσει πρώτοι οι δικοί μου πρόγονοι!
Δεν είμαι κι εγώ ένας Έλληνας; Υπάρχει ελληνικό αίμα, ακόμα κι όταν αυτό ρέει σε μικρά ποταμάκια που να μην είναι ευγενέστερο από τον ευτελή χείμαρρο που ρέει στις φλέβες των τέκνων της Δύσης; Που οι παλαιότερες οικογένειές τους είναι χθεσινές και τα σημαντικότερα επιτεύγματά τους αποτελούν κατορθώματα αγρίων”».
Όσο ψηλά και αν έφτασε, τα φαντάσματα των προγόνων του τον κυνηγούν, όπως και εμάς σήμερα, για να ηρεμήσουμε ή πρέπει να τους ξεχάσουμε ή να τους ξεπεράσουμε, και τα δυο αδύνατα!
Ο Henry Holland γράφει στο βιβλίο του: «Παρά τον πολιτικό τους ξεπεσμό, οι Έλληνες έχουν μια μεγάλη εθνική έπαρση που οφείλεται στην αίσθηση πνευματικής ανωτερότητας που έχουν έναντι των Τούρκων».
Ο Κοραής είχε ήδη θέσει το ζήτημα στην περίφημη διάλεξή του, τον Ιανουάριο του 1803, στο Παρίσι: «Καταγόμαστε από τους Έλληνες. Πρέπει να ξαναγίνουμε άξιοι να φέρουμε αυτό το όνομα. Αλλιώς να σταματήσουμε να το χρησιμοποιούμε».
Όταν οι Έλληνες ισχυρίζονταν ότι κατάγονται από τους αρχαίους, αυτό αποτέλεσε βόμβα στην οθωμανική κατανόηση του κόσμου. Η αντίληψη καταγωγής απέκτησε πολιτική σημασία. Εννοούσαν ότι το δικαίωμα τους στην πατρώα γη είναι κληρονομικό, η οθωμανική εξουσία ήταν παράνομη, γιατί βασιζόταν στο δίκαιο της κατάκτησης, ενώ οι Έλληνες αντλούσαν τα δίκαια τους από την ιστορία. Η Επανάσταση τους είχε νομιμοποιηθεί!
Η Εθνική συνείδηση αποκρυσταλλώθηκε όταν δημιουργήθηκε το κράτος γιατί όπως λέει ο Κολοκοτρώνης:
" δεν είναι παρά η επαναστασίς μας οπού εσχέτισε όλους τους Έλληνας…ευρίσκοντο άνθρωποι οπού δεν εγνώριζαν άλλο χωριό μακρυά μίαν ώρα από το εδικό τους, την Ζάκυνθο την ενόμιζαν ως το μακρύτερο μέρος του κόσμου»
Μερικοί λένε ότι είμαστε καινούργιο τεχνητό έθνος, 200 χρόνων που το έφτιαξαν οι ξένοι, έτσι εξηγούνται και οι συχνοί σεισμοί, θα τρίζουν τα κόκκαλα των προγόνων μας " των Ελλήνων τα ιερά"! το έθνος-κράτος ως επιστημονικός νεωτερικός όρος είναι 200 ετών, όχι η συναίσθηση μιας πολιτιστικής ταυτότητας που μετρά χιλιετίες
του Λεωνίδα το σπαθί, Κολοκοτρώνης το φορεί, λέει με περηφάνεια το δημοτικό μας τραγούδι!